Κολέτ Σολέρ
Νοέμβριος 2000

Το διακύβευμα
Ερώτημα: γιατί ο Λακάν περίμενε την δεκαετία του 70 για να εισάγει την έννοια του λακανικού Πεδίου; Αυτό το διάστημα αρκεί, γνωρίζοντας την αυστηρότητα της μεθόδου του, για να καταλήξει ότι αυτό το λακανικό Πεδίο δεν περιορίζεται, όπως φαίνεται να το υποθέτουν ορισμένες φορές, στις λεγόμενες «συνδέσεις» με τις πρακτικές και τις συναφείς επιστήμες που εισήχθησαν από το 1964. Με άλλα λόγια, υποστηρίζω ότι για όποιον θέλει πραγματικά να διαβάσει, υπάρχουν περισσότερα ως προς αυτό το θέμα στο Σεμινάριο «L’envers de la psychanalyse» (Η άλλη όψη της ψυχανάλυσης) και στο επόμενο του « L’acte analytique» (Η ψυχαναλυτική πράξη) παρά μέσα στην Πράξη ίδρυσης της Σχολής του 1964 και τα δύο τελευταία τμήματά της.
Η έννοια του λακανικού Πεδίου είναι αλληλέγγυα εκείνης του Λόγου, την οποία εισήγαγε ο Λακάν την ίδια χρονιά, το 1970. Με αυτόν τον όρο ο Λακάν έχει συμπληρώσει την σειρά του, προσθέτοντας στην λειτουργία και στο πεδίο της ομιλίας και του γλωσσικού λόγου (langage) την τάξη των Λόγων. Ποιό ήταν το διακύβευμα αυτής της προσφοράς, η οποία παράχθηκε μέσα σε μια συγκυρία η οποία δεν είναι αδιάφορη, εκείνη των άμεσων επακόλουθων των αναβρασμών του Μάη του 68;
Είναι ξεκάθαρο ότι ονομάζοντας Λόγο (discours) την ρύθμιση, ή ακριβέστερα τις ρυθμίσεις, στον πληθυντικό, διότι υπάρχει πάνω από μια, οι οποίες διευθετούν τους κοινωνικούς δεσμούς, ο Λακάν εξερχόταν από τον περιορισμένο κύκλο της ατομικής ανάλυσης και ερχόταν αντιμέτωπος με το ζήτημα του συλλογικού. Όμως συγχρόνως και με τρόπο περισσότερο μη εμφανή είναι το όλο ζήτημα της σημασίας του γλωσσικού λόγου (langage) ο οποίος τίθεται εκ νέου. Ακόμη παραπέρα, η αντίληψη του ασυνειδήτου χάνει τον τόνο της και με τέτοιο τρόπο που θα χρειασθεί στη συνέχεια να ξανασκεφθούμε με μεγάλο κόστος, μαζί με το βορρομεϊκό κόμβο, το πρόβλημα της άρθρωσης μεταξύ των τριών “υποστάσεων”: φαντασιακό, συμβολικό, πραγματικό.
Το ασυνείδητο, συλλογικό;
Αρχίζω με το πρώτο ερώτημα εκείνο του συνδέσμου μεταξύ του ατομικού υποκειμένου και τον κόσμο όπου εγγράφεται. Όντως, δεν ήταν ένα καινούργιο ερώτημα. Τέθηκε μάλιστα πολύ νωρίς μέσα στην ψυχανάλυση και καταρχάς με τη συζήτηση που ακόμη επανέρχεται όσον αφορά το συλλογικό ασυνείδητο. Ο Jung βέβαια απέτυχε ενάντια στον Φρόιντ στην προσπάθεια του να αποσυνδέσει το ασυνείδητο από το φύλο. Σ’ αυτό το σημείο, ο χρόνος δεν του έχει δώσει δίκαιο και δεν υπάρχει πλέον κανένας ψυχαναλυτής που να αμφισβητεί γι αυτήν την ενδογενή συνάρτηση. Αντίθετα, η ιδέα του για ένα συλλογικό ασυνείδητο παραμένει όντως σαν ένας εννοιολογικός πειρασμός πάντα λανθάνον μέσα σ’αυτόν τον επιστημονικό χώρο.
Η έννοια είναι ακατάλληλη και μάλλον ανίκανη να δικαιολογήσει την πρακτική η οποία αποκωδικοποιεί κάθε ασυνείδητο ως αθεράπευτα μοναδικό. Θέτει εν τούτοις ένα πραγματικό πρόβλημα: πώς το ασυνείδητο, το οποίο είναι συγχρόνως το πλέον οικείο και το πλέον αγνοημένο στον καθένα, πώς αυτό το ασυνείδητο είναι συνδεδεμένο με την κατάσταση του πολιτισμού; Επομένως δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε ότι είναι, εφόσον τα συμπτώματα από τα οποία πάσχουν τα υποκείμενα εξελίσσονται μέσα στον χρόνο, ανάλογα με τον πολιτισμό στον οποίο εμφανίζονται.
Η πρώτη ανακάλυψη της ψυχανάλυσης είναι βέβαια εκείνη του ασυνειδήτου ως υπαίτιου συμπτωμάτων και γενικότερα μιας γκάμας περίεργων μορφωμάτων που ξεκινούν από το όνειρο και μια σειρά δυσλειτουργιών λίγο ή πολύ συγκεκριμένων ως προς την συμπεριφορά ή την σκέψη, παραπραξία, λήθη, ψευδή επαναμνημόνευση κ.τ.λ. Εν τούτοις όλα αυτά τα προϊόντα του ασυνειδήτου που ο Φρόιντ μας έχει μάθει να αποκωδικοποιούμε σαν μια γλώσσα, έχουν επίσης την (υ)στορικότητά τους, το γράφω με ένα «υ» σύμφωνα με την γραφή του Λακάν η οποία ομοηχεί μεταξύ ιστορίας και υστερίας. Όντως, οι υστερικοί σήμερα δεν έχουν το ίδιο πρόσωπο μ’ εκείνο της εποχής του Φρόιντ στο σημείο που ορισμένοι φαντάζονται ότι ο αιώνας υπερνίκησε την υστερία. Που είναι άρα, όντως, οι μεγάλες κρίσεις με τις οποίες ευχαριστιόταν ο Charcot, αυτές οι παραλυσίες οι οποίες προκαλούσαν την επιστήμη της ανατομίας, αυτές οι σχάσεις της συνείδησης προσφιλείς στον Janet κ.τ.λ.; Αυτό το απλό γεγονός μας επιτρέπει βέβαια να σκεφτούμε ότι η ασυνείδητη αιτιότητα δεν είναι ξεκομμένη από τις πολιτιστικές συγκυρίες και απαιτεί μια εξήγηση την οποία η ασαφής έννοια του συλλογικού ασυνειδήτου δεν προσφέρει, διότι δεν προκαλεί παρά την αναβολή του ερωτήματος. Μπορούμε έτσι να επανατοποθετήσουμε την λογική της μεθόδου του Φρόιντ και εκείνης του Λακάν διότι και οι δύο αναζήτησαν να σκεφθούν αυτήν την σύνδεση.
Ας αναρωτηθούμε ως προς αυτό που ο Φρόιντ έχει διατυπώσει ως το πλέον πειστικό, το οποίο αφορά το ερώτημα σχετικά με την γνώση του τρόπου που το συλλογικό έρχεται να εγγράψει το σημάδι του στο ενδόμυχο του υποκειμένου. Για να ειπωθεί με συνθετικό τρόπο, θυσιάζοντας επομένως τις απαιτούμενες αποχρώσεις πάντα στο θέμα της φροϋδικής διδασκαλίας και χωρίς να αρκεσθούμε στην αναφορά του στην φυλογενετική κληρονομιά, διόλου πιο αποτελεσματική από ό,τι το συλλογικό ασυνείδητο, μπορούμε να απομονώσουμε το ερώτημά του: είναι μέσω του ιδανικού του εγώ, Ideal Ich, δημιουργημένο μέσα από την ενδοβολή των μεταδιδόμενων αξιών και άμεσα σε δράση στην λειτουργία της απώθησης των καταδικασμένων ενορμήσεων που το ασυνείδητο του καθενός δεν υφίσταται χωρίς να είναι συνάρτηση του γενικού Λόγου. Η έννοια της ψυχονεύρωσης της άμυνας, η οποία μ’ αυτό που μετέφερε από μια εσωτερική σύγκρουση, μεταξύ από τη μια πλευρά με τις ενορμήσεις και επιθυμίες και από την άλλη με τους κανόνες και με τις αξίες, εμπεριείχε ήδη εξαρχής την σύνδεση μεταξύ νεύρωσης και κοινωνίας σύνδεση που ο Φρόιντ δεν είχε πάψει ποτέ να σκέφτεται συνεχώς μέχρι την «Δυσφορία μέσα στον πολιτισμό» περνώντας από διάφορα κείμενα της δεκαετίας του 20 «Συλλογική ψυχολογία και ανάλυση του εγώ» και «Το εγώ και το αυτό».
Για τον Λακάν, η λύση περνά προφανώς από τον γλωσσικό λόγο [langage], όμως κατασκευάστηκε σε διάφορες φάσεις. Με την επιστροφή του στον Φρόιντ, στην αρχή δεν έκανε τίποτα παραπάνω από το να αναγνωρίσει την λεκτική φύση του φροϋδικού ασυνειδήτου. Και τι άλλο θα ήταν από τον γλωσσικό λόγο , εφόσον αποκωδικοποιείται; Αναγνώρισε σ’ αυτό που ο Φρόιντ όρισε ως «εργασία» του ασυνειδήτου τους μηχανισμούς οι οποίοι βρίσκονται εξίσου μέσα στο λογοπαίγνιο όπως και στην ποίηση, με τη διαφορά ότι το ασυνείδητο εργάζεται μόνο του- και είναι εκεί τελικά, πολύ περισσότερο από ότι ως προς το φύλο [sexe], το πραγματικό σκάνδαλο της φροϋδικής ανακάλυψης: αυτή η «extimité» ανήσυχη και ενοχλητική που βασανίζει το υποκείμενο.
Αυτό το πρώτο βήμα ενείχε μια συνέχεια: να αναγνωρίσουμε μέσα στο ίδιο το φροϋδικό ασυνείδητο, ένα επακόλουθο γλωσσικού λόγου. Είναι ένα τελείως άλλο βήμα, διαφορετικό άν και συναφές και το οποίο συνηγορεί για την αποτελεσματικότητα του γλωσσικού λόγου πάνω στο πραγματικό. Η λακανική θέση κατεξοχήν δεν είναι ότι το ασυνείδητο είναι γλωσσικός λόγος, διότι δεν έχουμε εδώ τίποτα άλλο από την εκ νέου διατύπωση της φροϋδικής πρακτικής. Η υπόθεση, την οποία την τοποθετεί όχι στο λογαριασμό της γλωσσολογίας αλλά της «linguisterie», πηγαίνει πολύ πιο πέρα και δεν την έχουμε ακόμη υπολογίσει ικανοποιητικά. Θέτει ότι ο γλωσσικός λόγος, ως ίδια τάξη στον άνθρωπο, εγγράφεται μέσα στο πραγματικό και το μεταβάλλει. Δεν υπάρχει μέσον, μέσα στην ψυχανάλυση, να κατανοήσει κανείς το δεσμό του ασυνειδήτου το οποίο αποκωδικοποιείται μέσα στα διάφορα μορφώματα με την σταθερότητα του συμπτώματος, τις επαναλήψεις της συμπεριφοράς, τις παρορμήσεις της επιθυμίας, χωρίς να αναγνωρίζουμε ότι ο λόγος [langage],, πέρα από το ότι είναι απλώς, όπως το φανταζόμαστε πρόθυμα, ένα μέσον έκφρασης ή επικοινωνίας, είναι καταρχήν ένας τελεστής που μεταμορφώνει το πραγματικό.
Η λακανική υπόθεση
Το επακόλουθο υποκείμενο
Αυτή η υπόθεση την οποία επεξεργάστηκε για να εξηγήσει το υποκείμενο της ψυχανάλυσης το 1973 μέσα στο Σεμινάριο Encore (Ακόμη), ωστόσο ήταν παρούσα ήδη από τον ορισμό του υποκειμένου ως συνέπεια του αιτήματος. Η υποδοχή κάποιου στη διάσταση του λόγου [langage], την «dit-mension» όπως γράφει ο Λακάν, να γίνει κανείς αυτό το ομιλόν όν που γίνεται κάθε παιδί, εκτός από τον μικρό αυτιστικό ίσως, το να εισαχθεί μέσα στον οίκο του ρήματος που προηγείται από εμένα και με περικλείει ενώ συγχρόνως με πιέζει με όλα τα a priori του, δεν συνίσταται απλά στο να αποκτά το επιπλέον εργαλείο το οποίο λείπει στα ανώτερα θηλαστικά. Αυτή η είσοδος στον λόγο είναι ακόμη κάτι πολύ περισσότερο: μια έξοδος από το «φυσικό». Φυσικό το οποίο εξάλλου δεν μπορούμε παρά μόνο να το φανταστούμε, που υποθέτουμε ότι είναι το ίδιον του ζώου, η χαμένη αρετή της πρωταρχικής ζωής, το πληρωμένο τίμημα για τον εξανθρωπισμό που εκφυλίζει – το οποίο κανένα παιδί λύκος ποτέ δεν πιάνει.
Διότι το πραγματικό που χρειάζεται να μεταμορφωθεί είναι καταρχήν εκείνο του μικρού ανθρώπου ως ζώντας. Αναφέρω την άλφα βήτα: Πρέπει στην ανάγκη {….} να προστεθεί το αίτημα ώστε το υποκείμενο (πριν από κάθε δομή γνωσιακή) να κάνει την είσοδο του στο πραγματικό, ενώ η ανάγκη γίνεται ενόρμηση, εφόσον η πραγματικότητά της εξαφανίζεται με το να γίνεται σύμβολο μιας ικανοποίησης αγάπης. Βλέπουμε το παράδοξο αυτής της πρώτης συνέπειας του περάσματος από το αίτημα: αρθρωμένο σε λόγο, το αίτημα παράγει αρχικά το υποκείμενο ως κοινωνικό είναι, συνδεδεμένο με τον Άλλο ο οποίος του μιλάει (το ασυνείδητο δεν είναι συλλογικό, αλλά δεν είναι χωρίς το δεσμό του λόγου), όμως με την ίδια κίνηση, μετατρέποντας τους κυκλικούς ρυθμούς της ζωτικής ανάγκης, παράγει τις ενορμήσεις με την ανταρσία τους, τον κατακερματισμό τους και τις άσβεστες απαιτήσεις, που διασαφανίστηκαν πολύ νωρίς από τον Φρόιντ. Μετατρέποντας έτσι τον ζωντανό οργανισμό σε υποκείμενο, μ’ αυτόν τον τρόπο παράγεται αυτή η απώλεια ζωής, αυτή η έλλειψη στο είναι, όπου ενεργοποιούνται εκ νέου επ’ άπειρο και οι επιχειρήσεις της επιθυμίας και το ακόρεστο της αγάπης.
Αυτό ήταν το πρώτο βήμα της απόδειξης. Το 1973, ο Λακάν επικαλείται εκ νέου την συνέπεια λόγου [langage],: η υπόθεσή μου, είναι ότι το άτομο το οποίο δέχεται την επίδραση[affecté] από το ασυνείδητο είναι το ίδιο το οποίο γίνεται αυτό το οποίο ονομάζω το υποκείμενο του σημαίνοντος[….](2). Προφανώς είναι η ίδια θέση και επίσης μια άλλη, διότι η έμφαση έχει μετατοπισθεί από την υποκειμενική κοιλότητα που παράγει ο λόγος πάνω στο υποκείμενο που εκπροσωπεί προς την οικονομία αυτού που αφήνει ως απόλαυση στον ομιλούν όν. Εξ ου ο όρος «ομιλόν» τον οποίον ο Λακάν καταλήγει να τον υποκαταστήσει με εκείνον του υποκειμένου για να πει ότι ο δρών λόγος[langage], μέσω της ομιλίας, αγγίζει την απολαμβάνουσα ουσία του σώματος, όχι μόνο για να την καταστήσει αρνητική, αλλά για να την ρυθμίσει και μάλιστα για να την καταστήσει θετική αλλιώς. Εξ ου, ακόμη, μια μετάθεση του συμβολικού προς το πραγματικό του ίδιου του ορισμού του ασυνειδήτου.
Ο λόγος(langage) έχοντας περάσει μέσα στο πραγματικό
Εν τω μεταξύ, όμως, γενίκευσε την υπόθεση: δεν είναι μονάχα το ατομικό υποκείμενο, είναι όλη η πραγματικότητά μας, «σχεδόν με τις πέντε αισθήσεις» που είναι ζυμωμένο από τον λόγο. Το πράγμα θα έπρεπε να εντυπωσιάζει όταν πρόκειται για την λεγόμενη κοινωνική πραγματικότητα, της πολιτικής, της εκπαίδευσης, του ζευγαριού, με άλλα λόγια της ρύθμισης των δεσμών μεταξύ των πολιτών, των γενεών, ή των όντων που θεωρούνται ως έχοντες φύλο. Δεν είναι λιγότερο αποτελεσματικό εντούτοις στο επίπεδο το πλέον υλικό, όπως εκείνο π.χ. όλων των αντικειμένων που η επιστήμη έφερε στο φως, τα οποία ανατρέπουν την ίδια πρωταρχική φύση και ως εκ τούτου εργαλειοοποιούν και μερικές φορές απειλούν τις πολιτισμένες μας ….ζωές.
Η ψυχανάλυση αποδείχθηκε ως φορέας αυτής της «ανατροπής του υποκειμένου» για την οποία καταρχήν ο Λακάν μας έχει μιλήσει και που ο Φρόιντ προείπε ή είπε πιο πριν με τον όνομα του ευνουχισμού, το πεδίο της φροϋδικής αλήθειας όντας συγχωνευμένο με την ίδια την αναλυτική πρακτική, αν και θα πρέπει να προσθέσουμε εδώ τι υποθέτει ως θεώρηση που την κατευθύνει και την καθιστά εφικτή στην σκέψη. Το λακανικό πεδίο, προϋποθέτει ασφαλώς, το φροϋδικό πεδίο, όμως αναφέρεται πέρα από την μόνη θεώρηση του ατομικού υποκειμένου. Αυτό το κάνει, το 1970, με την έννοια του «Λόγου»-discours ο οποίος, ας ειπωθεί στην πορεία, καθιστά άχρηστη την επίκληση ενός συλλογικού ασυνειδήτου καθώς και μια ενδεχόμενη φυλογενετική μετάδοση. Αυτό το οποίο είχε αρχικά επικαλεσθεί ως «αφρίζουσες συνενώσεις του Έρωτα του συμβόλου», για να υπογραμμίσει πόσο οι δεσμοί της λίμπιντο περνούν από εκείνους των σημαινόντων, ο Λακάν το περατώνει με την έννοια του Λόγου, ορίζοντας το ως μια τάξη του λόγου [langage], εγγεγραμμένο μέσα στο πραγματικό και το οποίο καθορίζει ότι μπορεί να αρθρωθεί ως ομιλία.
Ας το πούμε λοιπόν: δεν είναι το υποκείμενο το οποίο είναι δομημένο από το συλλογικό, είναι μάλλον το συλλογικό, το οποίο, όπως το υποκείμενο είναι δομημένο από τον λόγο [langage],. Εξ ου και η καταλληλότητα του όρου του Λόγου [ Discours] για να προσδιορίσει τους τρόπους των διαφόρων κοινωνικών δεσμών. Αυτή είναι η γενίκευση της υπόθεσης της αποτελεσματικότητας της γλώσσας: υπάρχουν δεσμοί βιώσιμοι και ρυθμισμένοι των σωμάτων μόνο – εφόσον δεν πρόκειται πλέον μόνο για υποκείμενα- μέσα από την τάξη του λόγου. Μπορούμε επομένως να πούμε, εάν θέλουμε, ότι το λακανικό πεδίο δεν είναι τίποτα άλλο από την αποτελεσματικότητα του λόγου εν γένει, όμως υπό την προϋπόθεση να μην συγχέουμε τον λόγο με το μόνο μπλα, μπλα και να προσθέσουμε: του λόγου που έχει περάσει μέσα στο πραγματικό, πράγμα, το οποίο, αμέσως- αμέσως , είναι τελείως άλλο πράγμα. Έτσι βλέπουμε ότι το φροϋδικό πεδίο εμφανίζεται ως μια ιδιαίτερη περίπτωση θα μπορούσα σχεδόν να πω ένα περιορισμός του λακανικού πεδίου και ότι το ασυνείδητο, αποτέλεσμα λόγου, γενικεύεται μέσα στην θέση του πολιτισμού, αποτέλεσμα λόγου. Με το εργαλείο του λόγου, όπως λέει ο Λακάν, με την δομική σχέση μόνο μεταξύ των όρων, βρίσκονται ήδη εδώ ένας ορισμένος αριθμός θεμελιακών σχέσεων, σταθερών, οι οποίες καθορίζουν το πλαίσιο και επομένως τα όρια και την ερμηνεία οιασδήποτε συμπεριφοράς: «ο Λόγος δομεί τον πραγματικό κόσμο».
Λήθη της θέσης
Η υπενθύμιση αυτών των θέσεων δεν είναι απλά περιφερειακή την στιγμή που βάζουμε το λακανικό πεδίο στο πρόγραμμά μας. Ο Λακάν μπόρεσε να πει ότι μόνο όταν η ψυχανάλυση θα έχει καταθέσει τα όπλα της μπροστά στα αυξανόμενα αδιέξοδα του πολιτισμού, τότε θα επανεξετασθούν οι επισημάνσεις των Γραπτών του. Είναι σαν να λέμε ότι δεν περιόριζε την εμβέλεια της υπόθεσής του μόνο στην αναλυτική κλινική και ότι στόχευε πέρα από το φροϋδικό πεδίο. Εάν θέλουμε επομένως να δώσουμε σ’ αυτήν την λακανική υπόθεση κάποιο μέλλον, ας αναρωτηθούμε ποια ήταν και ποια είναι η επιτυχία του.
Θα πρέπει επίσης να πούμε επιπλέον, ότι οι λακανικοί, οι οποίοι δεν είναι λίγοι ευτυχώς, παραμένουν οι μόνοι οι οποίοι υποστηρίζουν αυτή την αντίληψη. Ο Λακάν ο ίδιος υπήρξε μόνος. Το πράγμα δεν του ξέφυγε εξάλλου και έγραψε στο άρθρο «Η Τρίτη», πόσο οι Αγγλο-σάξονες ψυχαναλυτές, δεν μπορούν να φαντασθούν ότι ο λόγος έχει συνέπειες και ότι οι ενορμήσεις φέρουν τα σημάδια του. Καμία άλλη φωνή από εκείνη του Λακάν δεν ανυψώθηκε για να πει ότι γλωσσικός λόγος είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό εργαλείο: ένας δρών που συγκροτεί το ομιλ-όν [parletre ] και τον κόσμο του. Θα έπρεπε μάλλον να πω τους κόσμους του.
Όσο για εκείνους οι οποίοι λέγονται λακανικοί, εάν υποθέσουμε ότι έλαβαν υπόψη τους την υπόθεση, είτε τη θεωρούν από ό,τι φαίνεται τόσο κεκτημένη, και με τρόπο τόσο γενικό, που απαλλάσσονται από το να την θέσουν υπό συζήτηση και υποδοκιμασία, περιορίζοντας την μ’ αυτόν τον τρόπο σε μια ευτελή χρήση για αιρετική συμμαχία. Είτε στην καλύτερη των περιπτώσεων, την λαμβάνουν υπόψη τους, αλλά περιορίζουν την απήχησή της μόνο στην αναλυτική κλινική, τόσο λίγο αποδεικτική για όποιον δεν έχει πρόσβαση μέσω της εμπειρίας. Είτε, τελικά, και αυτό είναι συχνό, παραγνωρίζουν ότι ξεπερνά την απλή λειτουργία της ομιλίας, δηλαδή παραγνωρίζουν το ουσιώδες. Έτσι αφήνουν, όντως χωρίς ανταπάντηση, τις αντίθετες προϋποθέσεςι οι οποίες προέρχονται από την επιστήμη και οι οποίες ισχυρίζονται ότι αφομοιώνουν την διάσταση του υποκειμένου μέσα στις λειτουργικότητες του σώματος, νευρολογικές, γενετικές ή άλλες.
Αποτέλεσμα: η εξάπλωση των διαφόρων πρακτικών οι οποίες επικαλούνται την ψυχανάλυση δεν περιορίζει εδώ και 50 χρόνια περίπου, την (extraterriorialité) εξω-εδαφικότητα του τομέα. Η «εξω-εδαφικότητα» είναι όρος που χρησιμοποίησε ο Λακάν από το 1956, το 1967 το επανέφερε για να οικτίρει την θέση της αναλυτικής θεωρίας μέσα στην κουλτούρα, δηλαδή την αναγνωρισμένη ex-sistence –ύ-παρξη- της, αποδεκτή, με το τίμημα όμως κάποιας θεωρητικής περιθωριοποίησης, φτιαγμένη από ένα μείγμα σεβασμού και αδιαφορίας που την αφήνει, όντως, εκτός συζήτησης, περιφραγμένη και χωρίς λαβή πάνω στον σύγχρονο λόγο. Το άλλο όνομα αυτής της εξωεδαφικότητας, είναι εκείνο της… διάκρισης [ ségrègation].
Οι ψυχαναλυτές, ακόμα και αν εξηγούνται άσχημα, δεν είναι πιθανότατα οι μόνοι υπεύθυνοι για αυτό, αντίθετα όπως φαίνεται από αυτό που υπέθετε ο Λακάν, διότι ο ίδιος τους ο χώρος δεν ξεφεύγει από την γενικευμένη άνοδο των καταγγελιών διάκρισης οι οποίες χαρακτηρίζουν την εποχή μας. Αυτή η άνοδος έχει την λογική της: απαντά στην ανάλογη δίκη της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, όπου ο λόγος της ενιαίας αγοράς θριαμβεύει εξορίζοντας όλες τις διαφορές, όποιας τάξης και εάν είναι, σε περιορισμένους χώρους. Είμαστε στην εποχή των lobbies, των μεγάλων συνάξεων (Woodstock ή Ρώμη), των φυσικών ζωολογικών κήπων ή μη και της σέκτας, είναι ολοφάνερο. Χρειάζεται κανείς να μπει σ’ αυτή τη λογική, να μην βασίζεται τότε παρά μόνο στον αριθμό και την συνέπεια μεταβίβασης που προκαλεί, να αυξηθεί και να πολλαπλασιαστεί κανείς για να έχει βαρύτητα μέσα στο πραγματικό;
Η καλπάζουσα και μεθοδική εξάπλωση του λακανικού προσανατολισμού ίσως δεν έχει άλλο νόημα. Πραγματισμός… Όμως τι γίνεται τότε «η εξάπλωση της πράξης» που ο Λακάν, την ίδια ημερομηνία του 1967, έλεγε ότι στοχεύει και η οποία είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τον πολλαπλασιασμό των αυτοαποκαλούμενων λακανικών; Δεν αρκεί βέβαια να απαντήσουμε ότι είναι η Σχολή η οποία οφείλει να ανταποκριθεί σ’ αυτήν εδώ την αναγκαιότητα διότι η σχολή δεν θα είναι Σχολή ψυχανάλυσης παρά μόνο εάν καταφέρουμε να ματαιώσουμε την εναλλακτική: ή το σεκταριστικό γκέτο της ενιαίας γλώσσας ή η διάλυση μέσα στην ιδεολογία της βοηθητικής ψυχολογίας, είτε παραδόξως τα δύο συγχρόνως. Απ’ αυτή την άποψη και αν και με έμμεσο τρόπο, η εννοιολογική ανάπτυξη του λακανικού πεδίου είναι επίσης η συνθήκη της Σχολής, συνθήκη στο επίπεδο του Λόγου προφανώς.
Επανέρχομαι στο λακανικό Πεδίο.
Ποια πράξη;
Ξεκινώ εκ νέου από την ομολογία μεταξύ του υποκειμένου και του συλλογικού. Του υποκειμένου ως συνέπεια του λόγου [langage], μέσα στο πραγματικό, έπεται εδώ ότι το ασυνείδητο είναι δυνατόν να ερμηνευθεί: αυτό το οποίο έχει χαθεί από τη συνέπεια αδειάσματος από τον γλωσσικό λόγο πάνω στην απόλαυση, εκείνη που ο Φρόιντ δεν μπορεί να αποφύγει να επικαλεσθεί ως πρώτη και μυθική εμπειρία ικανοποίησης, αυτό το οποίο έχει χαθεί, λοιπόν, από το γεγονός ότι είναι ομιλ-όν, υποκείμενο στην έλλειψη και στον θάνατο. Αναζητεί τον εαυτό του και αντισταθμίζεται μετωνυμικά μέσα στον ίδιο τον λόγο, προσφερόμενο στην ερμηνεία-από το οποίο ο Φρόιντ έχει αρχίσει. Υπογραμμίζω εδώ ότι το φροϋδικό πεδίο όπως οποιοδήποτε πεδίο, περιγράφει την δυνατότητα μιας πρακτικής: εκείνη της φροϋδικής ερμηνείας η οποία στοχεύει την αλήθεια απόλαυσης ενός υποκειμένου, με όρους γνώσης. Ποια είναι λοιπόν η πρακτική, εάν υπάρχει μια, η οποία θα όριζε το λακανικό πεδίο; Είναι άραγε η ερμηνεία του πολιτισμού; Και εάν ναι, ποιανού; Προκύπτει να φέρουμε την φροϋδική ερμηνεία εκτός των ορίων της αναλυτικής αγωγής; Εάν απαντήσει κανείς θετικά σ’ αυτό, δεν θα σήμαινε τότε την επιστροφή στην εφαρμοσμένη ψυχανάλυση, την οποία ο Λακάν έχει καταγγείλει και η οποία σήμερα παίρνει τις διαστάσεις ενός γενικευμένου εξευτελισμού έχοντας μια τάση δημοσιογραφικής ερμηνείας σ’ οτιδήποτε, η οποία δεν έχει ανάγκη από τους ψυχαναλυτές για να προκαλέσει την λύσσα στα media. Εάν ο Λακάν σκέφτηκε να δημιουργήσει ένα λακανικό πεδίο δεν ήταν βέβαια για να γενικεύσει μια ερμηνεία α λα Monsieur Jourdain, ο οποίος βλέποντας παντού και εξάλλου χωρίς ρίσκο λάθους την πρόζα της απόλαυσης, δεν θα γνώριζε παρά μόνο μια υπόνοια για το κάθε τι ‘’απολαμβάνετε!». Ούτε επίσης, φαντάζομαι, για να οικτίρει τα νέα συμπτώματα της εποχής και τον περιπαιγμό που κάνουν στις παλαιές χαμένες παιδείες, όπως το κάνουν τόσο συχνά οι σύγχρονοι αναλυτές. Αυτό το τροπάριο είναι παντού, από το πρώτο καφέ που συναντάμε μέχρις τις επιτροπές ηθικής. Θα πρέπει και η ψυχανάλυση επίσης σ’ αυτή την περίπτωση να ακολουθήσει το ίδιο άσμα;
Ο Φρόιντ, ερμηνευτής του πολιτισμού
Επιστρέφω καταρχήν, βήμα-βήμα, στα μεγάλα μας παραδείγματα. Ερμήνευσε άραγε ο Φρόιντ τον πολιτισμό; Πιστεύω αναγκαίο να διαχωρίσω σ’ αυτό το σημείο, αυτό που κάνει με τα έργα του πολιτισμού και αυτό που διατυπώνει ως προς τους συμβιβασμούς της κοινωνίας. Όταν πρόκειται για την τέχνη, κάθε φορά που ισχυρίζεται ότι ερμηνεύει ένα υποκείμενο μέσα από το έργο του, σίγουρα τότε αυτό συνιστά εφαρμοσμένη ψυχανάλυση, εκείνη μάλιστα που ο Λακάν αποδοκιμάζει και η οποία τον οδηγεί να θεωρεί τα έργα ως απλά μορφώματα του ασυνειδήτου. Όμως όταν μιλάει για τις μάζες, για τον πόλεμο, για την δυσφορία, μήπως είναι τελείως άλλο πράγμα;
Το έργο του «Συλλογική ψυχολογία και ανάλυση του εγώ» δεν είναι της τάξεως της ερμηνείας με την ακριβή έννοια. Ο Φρόιντ αναρωτιέται εδώ τι είναι αυτό που θεμελιώνει τους λιβιδινιακούς δεσμούς, ώστε να επιτυγχάνουν να περιορίζουν την τάση της απόσυρσης στον έρωτα και της ναρκισσιστικής απόλαυσης εαυτού. Για να απαντήσει στο ερώτημα, παρουσιάζει μια ομολογία η οποία βάζει σε σειρά την σχέση με τον αρχηγό, την ύπνωση, την αγάπη, και κυρίως την αγάπη μεταβίβασης. Πρόκειται τελικά, για την κατασκευή μιας κοινής δομής φαινομένων φαινομενικά ετερογενή και όπου, αναδεικνύεται, εν συντομία, ότι η μάζα, πέρα από το ότι είναι ένα «κοινωνικό γεγονός’’ αυθεντικό και πρωταρχικό, δεν είναι παρά το άθροισμα των ατομικών γεγονότων, υποκειμενικών αλλά ταυτόσημων: εκείνων της αγάπης του καθενός για το σημαίνον Ένα, το σημαίνον του ιδανικού τα οποία έρχονται να υποστηρίξουν τον αρχηγό, τον υπνωτιστή και τον ίδιο τον αναλυτή σύμφωνα με τον Φρόιντ.
Μιλώντας για τον πόλεμο, αναζητά επίσης την κινητήρια δύναμη και θεωρεί ότι την βρίσκει στην οικονομία των ενορμήσεων, όπως αυτές έχουν αναδειχθεί στην ψυχανάλυση στο επίπεδο του υποκειμένου. Εδώ ακόμη, τίποτα δεν διαχωρίζει το συλλογικό και το ατομικό, και είναι περισσότερο το ατομικό που φαίνεται να αιτιολογεί το συλλογικό.
Η δυσφορία στον πολιτισμό εισάγει όμως μια άλλη προοπτική. Είναι βέβαιο εδώ ότι ο Φρόιντ ερμηνεύει τον πολιτισμό. Τον επερωτά, όπως θα έκανε για το υποκείμενο στην ανάλυση, για το τι θέλει. Αναζητά να παράγει την ρήση της απαίτησης του, για να μην πούμε της επιθυμίας του, καταλήγοντας τελικά σ’ ένα πολύ απλό εκφερόμενο: ο πολιτισμός ζητά θυσία, και το ζητά υπερβολικά. Από το μοντέρνο υποκείμενο, ζητά μια υπέρμετρη αποποίηση της άμεσης ικανοποίησης των ενορμήσεων, υποκινώντας μια απώθηση που ενισχύεται όλο και περισσότερο, γίνεται φύλακας των αμυνών και το υποχρεώνει να «ζει πιο κάτω από τα ηθικά του μέσα», λέει ο Φρόιντ, με αντίτιμο τον πολλαπλασιασμό των συμπτωμάτων της νεύρωσης, τα οποία φέρουν αντίρρηση στις απαιτούμενες θυσίες.
Στο σημείο αυτό, η λακανική ερμηνεία είναι φαινομενικά τελείως διαφορετική. Λέω φαινομενικά, διότι οι επεξεργασίες του Λακάν είναι πολύ περισσότερο πολύμορφες από εκείνες του Φρόιντ και θα χρειασθεί να δώσουμε τις αποχρώσεις. Θα επανέλθω σ’ αυτό το σημείο. Όμως υπάρχει τουλάχιστον μια, από τις ερμηνείες του, η οποία απομακρύνεται από τον Φρόιντ και από την απόσταση που διαχωρίζει την αντίληψή του καθενός για το υπερεγώ: ο μοντέρνος πολιτισμός φέρει λιγότερο την άμυνα, εάν πιστέψουμε τον Λακάν σ’ αυτό, απ’ ό,τι η σαρδόνια τάξη απόλαυσης που ορίζει το υπερεγώ. Επομένως δύο ερμηνείες και σε αντινομία, φαινομενικά. Πώς να το συμβιβάσουμε αυτό; Μήπως η ερμηνεία εννοείται μ’ άλλο τρόπο, μήπως ο πολιτισμός είναι εκείνος, ο οποίος θα τάραζε μια νέα ανατροπή…σεξουαλική αυτήν την φορά;
Είναι βέβαιο ότι ένας κρυφός δεσμός συνδέει την κοινωνική τάξη και την αναλυτική ερμηνεία. Θα πρέπει, όντως, η απόλαυση να ομαλοποιηθεί και ένα μέρος αυτής να απαγορευθεί, απορριφθεί, ώστε η ερμηνεία να χρησιμοποιηθεί για να ξετρυπώσει τις αποκλίσεις και τις λαθραίες μορφές, κρυμμένες από το βραχυκύκλωμα της παραγραφής ή της άμυνας. Εάν κυριαρχεί η απαγόρευση, το υποκείμενο θα γίνει αμαρτωλό και θα οικτίρει τα boni της απόλαυσης που δεν μπορεί κανείς να τιθασεύσει. Εάν όμως η φωνή λέει: «απόλαυσε» τότε είναι η αδυναμία να τα καταφέρει που θα απαντήσει και η προσταγή θα γίνει πολύ περισσότερο αμείλικτη όσο το υποκείμενο δεν συναντά την απόλαυση χωρίς έλλειμμα πράγμα το οποίο νομίζει ότι ονειρεύεται. Δεν υπάρχει τρόπος να τα βρει μέσα στις φαινομενικές αντιπαραθέσεις χωρίς να διακρίνει την συνέπεια του λόγου (langage) από την τάξη του λόγου(langage) που είναι ο κάθε λόγος (discours).
Ως συνέπεια λόγου (langage) μέσα στο πραγματικό, δεν υπάρχει παρά μόνο μια: η απώλεια η οποία συγκροτεί το υποκείμενο, με το σύστοιχο της, της έλλειψης στο να απολαύσει, πράγμα που ο Φρόιντ το ονόμασε ευνουχισμό και που ο Λακάν το έφθασε στο εξέχον σημείο με την περίφημη ρήση: «δεν υπάρχει σεξουαλική σχέση». Αντίθετα, οι τάξεις του γλωσσικού λόγου (langage), είναι πολλές που υπάρχουν, οι οποίες είναι επίσης τάξεις απόλαυσης εάν μπορώ να πω, απόλαυσης που υπολείπεται, εάν μπορώ να πω. «Δεν υπάρχει Λόγος (discours), παρά από την απόλαυση» λέει ο Λακάν στο Σεμινάριο του «Η άλλη όψη της ψυχανάλυσης» και αυτό είναι αληθές ακόμη και για τον αναλυτικό Λόγο. Ως εκ τούτου είναι αδύνατον να ερμηνεύσουμε τον Πολιτισμό με κεφαλαίο Π. Θα πρέπει να εγκαταλείψουμε αυτήν την οδό και να τραπούμε προς πιθανές ερμηνείες, επομένως στον πληθυντικό, του τάδε ή του δείνα Λόγου (discours).
Να ερμηνεύσουμε τους Λόγους (discours);
Όμως, από πού θα μπορούσε να ερμηνευθεί ένας Λόγος (discours); Από πού μπορεί κανείς να συλλάβει εκείνο το οποίο χαρακτηρίζει τους ιδιαίτερους συμβιβασμούς του απόλαυσης; Εδώ αναδεικνύεται μια δυσκολία: μπορεί να υπάρξει σύγχυση μεταξύ του Λόγου (discours) και του καθολικού, διότι οι στάσεις της απόλαυσης που προγραμματίζει ο Λόγος (discours) γίνονται με δυσκολία αντιληπτές από εκείνον που έχει πιαστεί στα δίχτυά του. Κατασκευάζει αυτό που επέχει θέση του όλου, του παν- ανθρώπου, που είναι ο καθένας, (le «on»), ο καθένας της ολότητας και αποκρύπτει, εκ των πραγμάτων, το ριζική ενδεχομενικότητά του.
Αντίθετα, εκείνο το οποίο φαίνεται πιο άνετα μέσα σ’ έναν Λόγο, είναι η αδυνατότητα να μπορέσει να εισαχθεί όλη η απόλαυση στις μορφές που παράγονται από την γλώσσα. Τα συμπτώματα και οι διάφορες παρεκκλίσεις αναδεικνύουν όντως διαφορετικές απολαύσεις οι οποίες αντιστέκονται στις κοινές ρυθμίσεις. Ο Λόγος (discours) γενικά απαλλάσσεται από αυτές με το να τις αντιμετωπίζει ως ανωμαλίες, τις οποίες εμπιστεύεται στην ιατρική ή στην αστυνομία, αλλά αυτές οι αποκλίσεις δεν εκδηλώνουν τίποτα άλλο παρά, για να χρησιμοποιήσουμε εκ νέου τους όρους του Λακάν «τον φραγμό» που χωρίζει την απόλαυση που έχει παραχθεί, επομένως που έχει καθοριστεί και την αλήθεια της απόλαυσης. Όπως και να’ χει, το ίδιον ενός Λόγου(discours), είναι να παραγνωρίζει την απόλαυση που διευθετεί-διφορούμενο – και να συγχέει το περίβλημά της με την ίδια την πραγματικότητα, η οποία εξάλλου συγχέεται με το πραγματικό. Είτε πρόκειται για την σχέση με το σώμα, τους δεσμούς μεταξύ ανδρών και γυναικών, την τάξη των γενεών, τη γέννηση και τον ενταφιασμό – λαμβάνει υπόψη του ως βάση τις πρακτικές και νοητικές συνήθειες τις οποίες προϊσταται για μια τάξη φύσης. Για αυτό υπάρχει μια αντιπάθεια μεταξύ Λόγων(discours) και μάλιστα, εάν πιστέψουμε τον Λακάν «ο ρατσισμός των Λόγων σε δράση».
Συνέπεια: ένας Λόγος δεν ερμηνεύεται παρά μόνο απ’ έξω. Όπως, επίσης, δεν υπάρχει για το υποκείμενο, αυτό-ανάλυση, μ’ άλλα λόγια ούτε αυτό-ερμηνεία της ίδιας του της απόλαυσης, έτσι επίσης, θα πρέπει να βγούμε από το πλαίσιο που έχει συγκροτήσει ένας λόγος για να αναδειχθεί κάτι από την απόλαυση που μεταφέρει. Η φροϋδική απώθηση, η οποία κάνει στον καθένα να παραγνωρίζει τα σημεία όπου καθηλώνεται η απόλαυση, είναι στο επίπεδο του υποκειμένου, το ομόλογο αυτού το οποίο είναι μέσα στον Λόγο (discours), ο λόγος (langage)που έχει περάσει μέσα στο πραγματικό των σχέσεων μεταξύ των ομιλ-όντων. Η ερμηνεία δεν μπορεί επομένως να αναδυθεί από κάπου αλλού, δηλαδή από έναν άλλο Λόγο (discours). Υπάρχει σχετικότητα των ερμηνειών, οι οποίες βασίζονται σ’ έναν άλλο Λόγο ο οποίος λειτουργεί. Από εδώ μπορεί να υπάρχει μια πιθανή διαμάχη των ερμηνειών.
Οι ρήσεις του Λακάν, οι οποίες λένε ότι σε κάθε αλλαγή Λόγου (discours) αναδύεται κάτι από τον αναλυτικό Λόγο, διευκρινίζονται από εκεί: στο πέρασμα σ’ έναν άλλο Λόγο, το οποίο πέρασμα είναι πάντα μια αλλαγή μέσα στο δέσιμο των απολαύσεων, αναδεικνύεται μια συνέπεια ερμηνείας, η οποία δείχνει, κάποια στιγμή, αυτό που το πλαίσιο του προηγούμενου λόγου σφράγιζε. Εξ ού, τουλάχιστον για κάποιο καιρό υπήρξε η ψευδαίσθηση μιας νέας υποτιθέμενης γνώσης και της αγάπης που πάει μαζί. Μια εφικτή πρακτική του λακανικού πεδίου, θα ήταν τότε, να διασαφηνίσει σχετικά με το ή τα επίκαιρα κοινωνικά φαινόμενα αρχίζοντας από την λακανική πρακτική; Γιατί όχι, αλλά με την προϋπόθεση ότι θα είναι διευκρίνιση σε πράξη, πάντα σε μια επανεκκίνηση, που αναδύεται από τον αναλυτικό λόγο που ασκείται αυθεντικά. Ελλείψει αυτού, δεν υπάρχει τίποτα άλλο από την φλυαρία πάνω στην κατάσταση του κόσμου, και αυτή την υποτροπή στην δημοσιογραφική ρουτίνα στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως.
Εξάλλου, θα πρέπει επιπλέον να συγκεκριμενοποιήσουμε το εφικτό περιεχόμενο σ’ αυτήν την έκφραση, λακανική πρακτική στην απόκλιση της με την φροϋδική πρακτική. Ήδη έχω πει ότι βασίζεται στην γενίκευση της υπόθεσης του λόγου ως δρών μέσα στο πραγματικό. Από αυτό απορρέουν άλλες ρήσεις. Μπορούμε να πούμε: ο στόχος του Φρόιντ ήταν η αλήθεια, του Λακάν η προσπάθεια να αποδείξει, πέρα από την αλήθεια, το πραγματικό. Η διάσταση (dit-mension) της υποκειμενικής αλήθειας είναι μη-εξαλείψιμη στην ψυχανάλυση, και μόνο από το γεγονός ότι συγχέεται σε τελική φάση με την φαντασίωση από την οποία το υποκείμενο τρέφεται χωρίς να το ξέρει και ότι πρόκειται, τουλάχιστον, να πράξουμε ώστε να την αντιληφθεί. Όμως η αλήθεια είναι αδύναμη στο να συναντήσει το πραγματικό. Άρα, η αλήθεια μισο-ειπωμένη του υποκειμένου, δεν είναι παρά μόνο μια από τις διαστάσεις της εμπειρίας, εκείνης που ο Φρόιντ ανακάλυψε από την αρχή και την οποία ονόμασε «ασυνείδητη επιθυμία». Η καθήλωση απόλαυσης είναι μια άλλη διάσταση της. Ο Φρόιντ δεν την αγνόησε, φέροντας στο φως, σ’ ένα δεύτερο χρόνο, την διάσταση της επανάληψης, αλλά είναι αλήθεια ότι με την αναφορά του στον μυθικό Οιδίποδα, την κάνει να εξαρτάται από «την ιστοριούλα» η οποία αποκρύπτει τις αναγκαιότητες της δομής και συντηρεί την παραγνώριση.
Το λακανικό πεδίο, όταν ο Λακάν το εισάγει, το αναφέρει λιγότερο στην επιθυμία απ’ ότι σ’ αυτό που θα μπορούσε να ήταν μια ενδεχόμενη οικονομία της απόλαυσης και διευκρινίζει αμέσως ότι δεν είμαστε έτοιμοι να την πλησιάσουμε. Τι θα μπορούσε να είναι αυτή η οικονομία, πέρα από μια απόπειρα να επεξεργαστούμε κάτι σαν μια επιστήμη αυτού που ορίζει τα όρια και τις δυνατότητες απόλαυσης; Μια ψευδοεπιστήμη, προφανώς διότι εκείνη η οποία δεν είναι ψευδής φθάνει σε μια καθολικότητα η οποία squize τις μοναδικότητες, ενώ αντίθετα η ψυχανάλυση αφοσιώνεται σ’ αυτές, χωρίς όμως παρ’ όλα αυτά να αποποιηθεί τουλάχιστον στην λακανική επιλογή, να πλησιάσει το πραγματικό. «Ένα άλλο πραγματικό», λέει ο Λακάν, άλλο από εκείνο της επιστήμης και το οποίο αφορά την απόλαυση.
Το λακανικό πεδίο από τον Λακάν
Ο Λακάν μας αφήνει άραγε κάτι από αυτό το λακανικό πεδίο, στις μεταγενέστερες επεξεργασίες του το 1970; Λίγες απ’ ότι φαίνεται. Στο Σεμινάριο «Η άλλη όψη της ψυχανάλυσης», ορισμένες θεωρήσεις για τον πλούσιο που αγοράζει τα πάντα χωρίς να πληρώνει, για τις lathouses που παράγει η επιστήμη ως νέα αντικείμενα που γίνονται αίτια, για την φωνή πολλαπλασιασμένη η οποία δίνει σώμα στην παρουσία της επιστήμης. Είναι ελάχιστες λοιπόν, αλλά έχουν μια άλλη επιτυχία από τις επίκαιρες θεωρήσεις για τα κακά του αιώνα μας: γενετικοί χειρισμοί, κλωνοποιήσεις, αναπαραγωγή βοηθητική, κ.τ.λ. Στο κείμενο του «Ραδιοφωνία», δεν διστάζει μπροστά σε μια ερμηνεία του καπιταλισμού, η οποία δεν είναι του Φρόιντ και η οποία είναι σε κάποια συνήχηση με τις αναλύσεις του Max Webber. Παρουσιάζει την φανερή συμμετοχή των προλετάριων στην «δίψα της έλλειψης στο να απολαμβάνει κανείς»- ωραία έκφραση, εάν γίνεται- ως τον ενεργητικό κινητήρα όλης της μηχανής. Αντίθετα, το «L’étourdit», δεν είναι φειδωλό σ’ ερμηνείες, τόσο απρόσμενες, όσο και πρωτότυπες και μερικές φορές πικρές, όπως είχα ήδη την ευκαιρία να το πω. Ο Λακάν έδωσε στον εαυτό του την πολυτέλεια να φέρει την ερμηνεία εκεί που δεν θα το περίμενε κανείς.
Αυτή η καταγραφή που κάνω από μνήμης, θα μπορούσε να συμπληρωθεί, να μελετηθεί εκ νέου λεπτομερώς και να αναπτυχθεί. Ήδη επιτρέπει να εμφανισθούν διάφορα στοιχεία τα οποία αξίζει να υπογραμμισθούν. Και καταρχήν ότι δεν ήταν τόσες λίγες αυτές οι επεξεργασίες. Και επίσης ότι οι ερμηνείες του Λακάν δεν στοχεύουν ό,τι όλοι αμφισβητούν, αυτό για το οποίο όλος ο κόσμος παραπονείται, μ’ άλλα λόγια, δεν στοχεύει αυτό που o καθένας της ολότητας σκέφτεται σαν σύμπτωμα της εποχής του: αντίθετα, στοχεύουν, είτε σ’ εκείνο που είναι αυτονόητο, το οποίο φαίνεται τόσο προφανές που είναι επίσης το πλέον αδιανόητο ως προς την θεμελίωση της απόλαυσης, είτε ακόμη σ’ εκείνο το οποίο είναι τόσο καλυμμένο, όπου βασιλεύει η σιωπή επειδή κανείς δεν το αντιλαμβάνεται. Αν ακολουθήσουμε αυτό το παράδειγμα, θα μπορούσαμε, όσον μας αφορά, να θέσουμε ένα πρώτο κανόνα, υγιεινό: να αποφεύγουμε κάθε δια-τομή μεταξύ του λόγου των media και εκείνων των ψυχαναλυτών. Εάν οι πρώτοι μιλάνε ας μην μιλάμε. Η τότε, θα έπρεπε να ήταν διαφορετικά, διότι η ερμηνεία είναι πάντα του Άλλου , ποτέ του ίδιου.
Σε περίπτωση που δεν εφαρμόζουμε αυτόν τον κανόνα, κινδυνεύουμε πράγματι, να συντηρήσουμε μόνο την μεγάλη «κραυγή της ανθρωπότητας» αναστενάζοντας πίσω από την ευτυχία που ο Λακάν στο κείμενο του «Γράμμα προς τους Ιταλούς», αντιπαραθετει ακριβώς, στην επιθυμία του αναλυτή. Εάν μπούμε στον χορό της μεγάλης θλίψης της δυσφορίας μέσα στον πολιτισμό, είναι σαν να φυγοδικούμε από τον στόχο του πραγματικού που εμψυχώνει την ψυχανάλυση.
Δεν πιστεύω ότι ο Φρόιντ, στον οποίο οφείλουμε την έκφραση, έπεσε σ’ αυτό τον λοξό δρόμο. Η ερμηνεία του είναι χωρίς συγγένεια με το παράπονο: είναι μια προσπάθεια διάγνωσης των συνθηκών λόγου (discours), οι οποίοι ευνοούν την νεύρωση. Αντίθετα, φοβούμαι όντως ότι τα θέματα των αρνητικών επιπτώσεων της επιστήμης και των νέων συμπτωμάτων τα οποία υποτίθεται ότι είναι λιγότερο ευνοϊκά στην παρέμβασή μας, έγιναν της μόδας τα τελευταία χρόνια στην Π.Ψ.Α. και αγγίζουν υπερβολικά κοντά αυτή τη θλίψη για να μη μας προτρέψουν δόλια να την μοιραστούμε και κατά συνέπεια να κλείσουμε τα μάτια μπροστά στις ευκολίες που ο σύγχρονος λόγος (d) επίσης προσφέρει στα υποκείμενα. Ανέσεις και δυσφορίες πάνε μαζί, είναι όμως οι πρώτες που ερμηνεύουν τις δεύτερες.
Βλέπουμε το εγχείρημα του Λακάν ως προς τον πολιτισμό: ξαναβρίσκει καταρχήν μια τάξη λόγου (langage) (δεν υπάρχει άλλη τάξη εξάλλου πέρα από αυτή), για την οποία προνοεί την κατασκευή της δομής. Ερμηνεύει ορισμένα από τα οφέλη απόλαυσης που διαιωνίζουν αυτήν την τάξη και όρια τα οποία αντίθετα την απειλούν, εκδηλώνει κυρίως μέσα από το ενδιάμεσο δύο λόγων της ερμηνείας του- που αναφέραμε πιο πάνω –τις διαφορετικές λύσεις του άλλου λόγου. Ένα μόνο παράδειγμα: ότι η υπερβατολογική αισθητική του Kant εξορίζει το πραγματικό στο μη προσβάσιμο επέκεινα του πράγματος καθ’ εαυτό, δεν αποκτά νόημα παρά μόνο από το διαφορετικό πραγματικό της ψυχανάλυσης το οποίο, εκείνο παραμένει λιγότερο ήσυχο και είναι τόσο λίγο «νοούμενο» που μάλλον μας σέρνει από την μύτη. Έτσι εισάγει, όπως σε κάθε περίπτωση ερμηνείας που δρα, την προοπτική μιας πιθανής επιλογής, στον ορίζοντα της οποίας υπάρχει αναπόφευκτα το ερώτημα του τρόπου (style) ζωής.
Τι προαναγγέλλεται λοιπόν μέσα από αυτά; Αυτή την επιλογή η Τélévision την ορίζει ως μια εφικτή «έξοδο» από τον καιταλιστικό λόγο. Δεν τίθεται, βέβαια, εδώ ζήτημα ότι η ψυχανάλυση θα καταρρίψει τον φιλελεύθερο καπιταλισμό. Αλλά μπορεί, με το λόγο της, δηλαδή με τη πραγματική αποτελεσματικότητα της πράξης να καλλιεργήσει την ανατροπή μιας άλλης επιθυμίας, συνδεδεμένη με μια άλλη οικονομία απόλαυσης, η οποία είναι σε συγχορδία από τη μια με τις αδυνατότητες που παράγει το φαινόμενο του λόγου (langage) (δεν υπάρχει σεξουαλική σχέση), από την άλλη με τα επιμέρους ενδεχόμενα (τραυματισμοί) οι οποίοι έχουν αποφασίσει τις αναγκαιότητες ενός υποκειμένου.
Έχω άραγε δώσει να καταλάβατε ικανοποιητικά ότι το λακανικό πεδίο, σύμφωνα με τον Λακάν, στοχεύοντας τις οικονομίες απόλαυσης οι οποίες είναι ιδιαίτερες στον μείζονα λόγο, είναι στενά αλληλέγγυο με το φροϋδικό πεδίο το οποίο επανέφερε με την διδασκαλία του, μ’ άλλα λόγια, του ιδίου του αναλυτικού λόγου από όπου αυτές οι οικονομίες μπορούν συγκεκριμένα να εμφανισθούν μέσα στο ενδεχόμενο τους; Όμως που βρισκόμαστε εμείς σήμερα;
Πρόγραμμα
Είναι γεγονός ότι οι ψυχαναλυτές έχουν μπεi στο μεγάλο παιχνίδι της κοινωνίας του θεάματος (αγαπητέ Debord!). Τους έγινε συνήθεια να εκφράζονται για την κατάσταση του κόσμου γενικά και μια ορισμένη ασθένεια της ερμηνείας λυμαίνεται σχεδόν παντού χωρίς να κερδίσει κάτι από αυτό η ψυχανάλυση, οι φωνές των ψυχαναλυτών να πολλαπλασιάζονται σε σημείο που καλύπτουν ορισμένες φορές εκείνη της ψυχανάλυσης. Ξέρουμε ότι αρκεί κανείς ν’ ανοίξει την εφημερίδα του ή την τηλεόρασή του ώστε να υποστεί τις αερολογίες και μάλιστα αστεϊσμούς του τάδε λακανικού, ούτε καν για τον έρωτα, την αγάπη για τα οποία υποτίθεται ότι ξέρουν κάτι, αλλά εξίσου καλά για την μόδα, το στρώμα του όζοντος, τον θάνατο της πριγκίπισσας, τα ατυχήματα της κυκλοφορίας, το σύμφωνο Πακς και δεν ξέρω τι άλλο ακόμη; Πάντως πουθενά μέσα σ ‘όλα αυτά δεν βρίσκεται το λακανικό πεδίο! Ορισμένες φορές μάλιστα, υπάρχει λιγότερο ένα φαινόμενο ερμηνείας και περισσότερο αυτός ο ρατσισμός των Λόγων όπως τον αποκαλούσε ο Λακάν και ο οποίος γίνεται ο ανορθωτής των ηθών ή εκείνος ο οποίος «κάνει» μαθήματα. Οι νουθεσίες στον λόγο του μοντέρνου κυρίου είναι σύνηθες, αλλά δεν είναι τίποτα άλλο από άγριες ερμηνείες του πολιτισμού από ψυχαναλυτές στους οποίους λείπει ακροατήριο: τόσο άχρηστες και οι οποίες παράγουν αντίθετες συνέπειες όπως και κάθε άλλη άγρια ερμηνεία. Το βλέπουμε καθημερινά.
Δεν κατηγορώ εξάλλου τους ψυχαναλυτές ότι θέλουν, όπως οι άλλοι, να συλλάβουν την ατμόσφαιρα της εποχής, αντίθετα. Όμως η ανάπτυξη του λακανικού πεδίου θα ήταν κάτι άλλο και καταρχήν είναι να υποστηρίξει κανείς την λακανική υπόθεση και να θέσει εκ νέου πρόβλημα που αφορά την απόδειξή της. Το έχει ανάγκη. Υπήρξε μια εποχή όπου είχε προκαλέσει αναταραχές, υποκινώντας την αντίρρηση, ακόμη και την απέχθεια . Δεν ισχύει αυτό σήμερα πλέον, μάλλον την έχουν βάλει σχεδόν στο ράφι: ή έχει εξοριστεί πιο πολύ από την πλευρά των υποτιθέμενων κοκεταριών του στρουκτουραλισμού της δεκαετίας του ‘70, ή την συγχέουν με την θρησκεία της ομιλίας, ενώ δεν είναι καθόλου και την οποία κάποια ψυχοθεραπεία είναι πανευτυχής να την χρησιμοποιεί ως σλόγκαν. Άρα τι σημαίνει να αποδείξουμε μια υπόθεση, εάν όχι να την διασφαλίσουμε με τα γεγονότα και ενδεχομένως να την κάνουμε να παράγει νέα γεγονότα; Χωρίς να εισαχθούμε στα απόρρητα της επιστημολογίας των επιστημών, ας θυμηθούμε την απλή παρατήρηση του Λακάν, η οποία, στην πραγματικότητα, στηρίζεται, σ΄ ένα μεγάλο αριθμό αυτονόητων αναφορών στον τομέα αυτό και σημειώνοντας ότι μια θεωρία δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεύθυνη των γεγονότων που επιτρέπει να επαληθευτούν.
Η υπόθεση του Λακάν καλούσε μια κλινική του λόγου (langage) η οποία έχει περάσει μέσα στο πραγματικό, κάτω από όλες τις μορφές της: ως κλινική του υποκειμένου αρχικά, της απόλαυσης με βάση το φύλο στη συνέχεια αλλά επίσης και κυρίως των ίδιων των λόγων, των τρόπων των κοινωνικών δεσμών. Για αυτόν το λόγο, εξάλλου από το 80-85, είχα επιλέξει σαν τίτλο ενός μαθήματος: «Κλινική των Λόγων».
Υπάρχει όντως μια αναλυτική λακανική κλινική του υποκειμένου, είναι κάτι περισσότερο από σχεδίασμα. Η δυσκολία ως προς το θέμα της, είναι ότι προσκρούει στο πρόβλημα της μετάδοσης. Είμαστε αρκετά μακριά από αυτήν την κλινική όπου η δομή θα ήταν αναγνώσιμη από όλους, πράγμα το οποίο ο Λακάν προσπαθούσε να σχεδιάσει στην Télévision όσον αφορά τα συμβάντα της αγάπης. Όσο αφορά στην κλινική των λόγων, υπολείπεται να δημιουργηθεί, ως προς την ουσία της. Ας πάρουμε το παράδειγμα της υστερίας. Η περίπτωση είναι ειδικά ενδιαφέρουσα διότι η κλινική του υποκειμένου και η κλινική των κοινωνικών της δεσμών υπερτίθενται με τον πιο προφανή τρόπο. Τα διαδεχόμενα D.S.M. την έχουν εξαφανίσει αυτήν την υστερία και διαμαρτυρόμαστε στο όνομα του Λακάν για να πούμε ότι οι υστερικοί είναι παραγνωρισμένοι διότι καθώς άλλαξαν οι συνομιλητές τους, έχουν και αυτοί μεταμορφωθεί. Ακόμη θα χρειασθεί να αποδείξουμε την ορθότητα αυτής της θέσης, με την επικουρία των σύγχρονων υστερικών, διότι το να αρκεστεί κανείς όπως συμβαίνει γενικά σε μια θολή προσφυγή στα νέα συμπτώματα της εποχής (βουλιμία, ανορεξία, κ.τ.λ.) τα οποία θεωρούνται να αντιστέκονται περισσότερο από τα παλαιά, είναι σαν να δηλώνουμε αδυναμία και να αποδεχόμαστε σιωπηρά ότι ο ψυχαναλυτής δεν είναι πλέον ο συνομιλητής του υστερικού.
Όμως εδώ τίθεται ένα ερώτημα. Υπάρχει μεταξύ των λόγων κάποια δυνατότητα αμοιβαίας διαφώτισης; Πιο συγκεκριμένα: μπορεί κανείς να ερμηνεύσει τον ίδιο τον αναλυτικό λόγο; Πολύπλοκο, εφόσον είναι ο μοναδικός λόγος που μπορούμε να πούμε «ερμηνεύων». Όμως, είναι βέβαιο, ότι κάτι φθάνει σ’ αυτόν από τους άλλους λόγους, είναι βέβαιο. Επί παραδείγματι, δεν είναιάραγε, με τον λόγο του κυρίου και με τον στόχο του που έχει χαακτήρα εντολής, όπως το είπε μια φορά ο Λακάν, από ορισμένες πλευρές, η αναλυτική γνώση είναι «μια γνώση η οποία δεν μπορεί, αλλά» και γενικότερα του απευθύνουν ερώτημα ως προς την αποτελεσματικότητά του; Ομοίως δεν είναι άραγε με τον υστερικό λόγο που την προκαλούμε, όπως ο Σωκράτης το έκανε ήδη αναφορικά με τον αρχαίο κύριο (maître), δηλαδή να πει τι αγγίζει την γνώση του; Από το πέρασμα από τον ένα λόγο στον άλλο, κάτι φωτίζεται. Από τη πλευρά του κυρίου θεωρώντας την ψυχανάλυση μπορεί κανείς να την καταγγείλει, ή ακόμα να προσπαθήσει να την θέσει στην τροχιά π.χ. εκείνη των ψυχοθεραπευτικών στόχων και μόνο. Ο πανεπιστημιακός λόγος μάλλον να την κοιμίσει, επομένως σε ύπνο. Όσο αφορά τον υστερικό λόγο, εάν ακολουθεί την ιδιαίτερή του κλήση, θα την κολλήσει στον τοίχο για να αποδείξει εκείνο που θέλει η ψυχανάλυση και εκείνο που αξίζει. (Όμως η επερώτηση δεν είναι παρ’ όλα αυτά ερμηνεία εάν και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει στα γαλλικά η λέξη inter που σημαίνει έσω-). Έτσι έχοντας βάλει τον ψυχαναλυτή στο εδώλειο, μπορεί εκείνος να αρκεστεί σ’ ένα περιφρονητικό ανασήκωμα των ώμων του;
Μέχρι εδώ δεν αναφέρθηκα στο εκτός λόγου της ψύχωσης. Πρόκειται όμως για μια λειτουργία της ερμηνείας προνομιούχα, εφόσον η ερμηνεία δεν μπορεί να προκύψει παρά από ένα σημείο το οποίο εξ-ίσταται στην standard κατασκευή ενός λόγου (discours). Είναι ο ίδιος λόγος, εξάλλου, ο οποίος καθιστά αυτήν την κλινική δομή ευνοϊκή στους μεγάλους δημιουργικούς προορισμούς της πολιτικής ή της τέχνης. Το βιβλίο του Jan-Jacques-Rousseau Ο λόγος για τις επιστήμες και τις τέχνες, που τον έκανε γνωστό, μήπως δεν έχει μερίδιο από την ερμηνεία – αν και είναι χρωματισμένη απ’ αυτό το καταγγελτικό μένος το οποίο έτρεφε απέναντι στις προτιμήσεις της εποχής του; Όσο αφορά τον Joyce, μήπως η εξορία του δεν επικυρώνει «την κόλαση των κολάσεων» που ήταν για εκείνον το εθνικό και οικογενειακό έθος της χριστιανικής Ιρλανδίας από την οποία εκριζώθηκε; Μ’ αυτά τα παραδείγματα, αντιλαμβάνεται κανείς, σε ποιο σημείο η απόκλιση μιάς διαφοράς είναι αναγκαία ούτως ώστε να είναι δυνατή η ερμηνεία. Αλλά αντιλαμβάνεται εξίσου καλά πόσο η ετερότητα της ερμηνείας μπορεί άνετα να ρέπει προς την απόρριψη, πόσο μπορεί να δανεισθεί κάτι από τη βία της. Και τότε καταλαβαίνει κανείς γιατί περιμένουν, δίκαια, από τον ψυχαναλυτή να αποφεύγει την ροπή προς την εκδικητική σύγχυση.
Συνοψίζουμαι:
1. Σκέφτομαι ότι η ανάπτυξη του λακανικού πεδίου συνίσταται στο να προωθήσει την λακανική υπόθεση (hypothèse) μέσα στον πολιτισμό (ο πολλαπλασιασμός των λακανικών δεν αρκεί καθόλου).
2. Η λακανική υπόθεση μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: ο λόγος (langage) είναι ένας τελεστής που μετατρέπει και τακτοποιεί το πραγματικό, εισάγοντας την ίδια του την λογική μέσα στο πεδίο της ζωντανής απόλαυσης
3. Το λακανικό πεδίο έχει ίδια έκταση με την υπόθεση. Όμως αυτή εφαρμόζεται πέρα από αυτό που ονόμαζε ο Λακάν, μια φορά, το «υποκείμενο του ατομικού». Έχει την ίδια αξία επίσης για αυτό το οποίο μπορούμε να ονομάσουμε, αναλογικά με τα «μορφώματα του ασυνειδήτου»: τα μορφώματα του πολιτισμού.
4. Η πρακτική του λακανικού πεδίου δεν μπορεί επομένως να είναι τίποτα άλλο από την επεξεργασία μιας γενικευμένης κλινικής των «μορφωμάτων απόλαυσης» που προσιδιάζουν σε κάθε λόγο μέσα στις ιστορικές παραλλαγές. Η ακριβής διάταξη αυτής της κλινικής, η οποία όπως κάθε κλινική είναι λειτουργεία της ερμηνείας, δεν μπορεί να επέλθει παρά από άλλο λόγο, τον αναλυτικό λόγο, εάν παραμένει ενεργός.
Θα έπρεπε:
1. Να θέσουμε εκ νέου την υπόθεση την οποία η αδιαφορία έχει ήδη αρχίσει να την απορρίπτει στην λήθη.
2. Για να την θέσουμε εκ νέου, να της εξασφαλίσουμε χαρακτηριστικά τα οποία εμφανίζει μέσα στο ανεξάντλητο πεδίο του Έρωτα ατομικού ή συλλογικού, του οποίου η απήχηση υπερβαίνει κατά πολύ τις κοινά λεγόμενες ερωτικές σχέσεις, εφόσον φθάνει στο σημείο να περιλαμβάνει την λογική την πλέον τυπική.
3. Επίσης να απαντήσουμε σ’ αυτό που μας έρχεται από τους άλλους λόγους όταν μας ερωτούν για τους σκοπούς μας για να δεχθούμε την πρόκληση να καταθέσουμε μια άλλη ηθική, παρά να παραδοθούμε είτε στην οικουμενική σύγχυση, είτε στην υπέροχη χάρη μιας βεβαιότητας η οποία απαλλάσσεται των αποδείξεων.
Μετάφραση: Μαργαρίτα Νικολαΐδου