Τι μας μαθαίνουν οι αυτιστικοί;

Μπερνάρ Νομινέ

Οι αυτιστικοί έχουν κάτι να μας μάθουν. Οι ψυχαναλυτές υπέθεταν πάντοτε ότι πίσω από αυτό το εντυπωσιακό κλινικό πλαίσιο υπάρχει ένα υποκείμενο που έχει να τους μάθει κάτι. «There is a boy in here» («Υπάρχει ένα αγόρι μέσα εκεί»). Πρόκειται για τον πρωτότυπο τίτλο ενός βιβλίου γραμμένου με δύο φωνές [πρόσωπα], από μία μητέρα και το γιο της που πάσχει από αυτισμό, την Τζούντι και τον Σην Μπάροoυ. Εχει μεταφραστεί στα γαλλικά με τον τίτλο «Εγώ, το αυτιστικό παιδί», που είναι λιγότερο μεταδοτικός.

Υπάρχει ένα υποκείμενο μέσα εκεί. Τίποτα δεν είναι εφικτό χωρίς αυτό το ελάχιστο στοίχημα που έχουμε να κάνουμε μπροστά σε ένα αυτιστικό παιδί και που έχει να μας μάθει τα πάντα, εάν θέλουμε να μπούμε σε μία επικοινωνία μαζί του. Όμως, για να μάθουμε από αυτό, θα πρέπει ακόμη να χάσουμε κάθε προκατειλημμένη γνώση που μας βαραίνει ενώ ο ίδιος φαίνεται να έχει περιέργως, αλλά οριστικά, επιλέξει ως προς την γνώση να μην εμπλακεί.

Έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από τότε που ανέλαβα ένα παιδί πέντε ετών «κλεισμένο» μέσα σε έναν αυτισμό του Kanner (1). Το συνόδευσα 12 χρόνια. Ποτέ δεν είπε ούτε μια λέξη. Όμως, μου έμαθε πώς να επισημαίνω την αδιάλλακτη λογική που ρύθμιζε τον κόσμο του και τις συμπεριφορές του. Πιστεύω ότι, σε αντάλλαγμα, του έμαθα να δέχεται κάτι από την αναπαράσταση και αυτό έγινε εφικτό με τίμημα την αποσύνδεσή του από το αντικείμενο-βλέμμα του οποίου η παρουσία κυρίευε όλο το πεδίο του και τον τύφλωνε. Θα έπρεπε χωρίς αμφιβολία να είχε γίνει το ίδιο με το αντικείμενο φωνή, από το οποίο δεν (από)χωριζόταν, πράγμα που τον έκανε βουβό. Πιστεύω σήμερα όμως ότι ήταν ήδη πολύ αργά. Eίναι πολύ πιο νωρίς, που πρέπει να παρέμβουμε και όχι στην ηλικία των 5 ετών, αν θέλουμε να βοηθήσουμε ένα υποκείμενο όπως αυτό να αποχωριστεί από τη φωνή για να εισαχθεί στην ομιλία.

Ορισμένοι αυτιστικοί αρχίζουν να μιλούν. Οι περισσότεροι από αυτούς σαν μηχανές, σαν κομπιούτερ, αλλά όμως μιλούν. Δέχονται να αποποιηθούν εν μέρει την αυτιστική απόλαυση της φωνής, αφήνουν εν μέρει αυτό το αντικείμενο. Όμως όχι μέχρι του σημείου να το αφήσουν τελείως, διότι κάτι τέτοιο προϋποθέτει ότι το κενό που δημιουργείται τότε με αυτό τον τρόπο δίνει στη γλώσσα όλες τις δυνατότητες της επικοινωνίας, όπως  εκείνη της παρεξήγησης, του διφορούμενου, του λογοπαίγνιου, του διπλού νοήματος, του ασυνειδήτου. Τόσες εκδηλώσεις, που πραγματικά λείπουν σ’ αυτά τα υποκείμενα για τα οποία ο Λακάν έλεγε ότι ήταν μάλλον φλύαρα (verbeux).

Λίγο πολύ ορισμένοι μιλούν και έχουν κάτι να μας πουν. Όπως η Τέμπλ Γκράντιν, Ντόνα Γουϊλιάμς, Μπίρκερ Σέλλινγκ, Σιν Μπάροου και ακόμα τελευταία ο Ντάνιελ Τάμετ. Για αρκετό καιρό, είχα κάποιους ενδοιασμούς στο να θεωρήσω ότι αυτές οι περιπτώσεις του συνδρόμου Άσπεργκερ εμπίπτουν στην κλινική εικόνα του φάσματος του αυτισμού, διότι αυτή η κλινική μου φαινόταν τελείως διαφορετική από αυτήν που είχα γνωρίσει με τον πρώιμο αυτισμό του Κάννερ. Εντούτοις η Ροζίν και ο Ρομπέρ Λεφόρ, οι οποίοι με ενεθάρρυναν πολύ τη στιγμή που ανέλαβα αυτό το νεαρό αυτιστικό, δεν αμφέβαλλαν ποτέ ότι επρόκειτο για την ίδια δομή.

Οι υπέρμαχοι των εκπαιδευτικών μεθόδων οι οποίοι είναι έντονα αντίθετοι στην ψυχαναλυτική θεραπεία το ισχυρίζονται αυτό φωναχτά και δυνατά από την αρχή. Εξ ου και ο δικός μου ενδοιασμός. Εντούτοις, όταν διαβάζω αυτές τις μαρτυρίες διαπιστώνω ότι η δομή της εμπειρίας της απόγνωσης απέναντι στο λόγο είναι ίδια και στη μία και στην άλλη περίπτωση. Αυτό που λένε όλοι αυτοί οι συγγραφείς οδηγεί προς την ίδια κατεύθυνση, όπως μπόρεσα να υποθέσω μέσα από την κλινική αυτού του αυτιστικού παιδιού που θεώρησα ότι ήτανε όμηρος του λόγου. Κατ’ επέκταση, εάν η δομή της βιωμένης εμπειρίας είναι παρόμοια, μπορούμε να σκεφτούμε ότι το σύνδρομο του Άσπεργκερ είναι μία μορφή αυτισμού. Δεν θα έπρεπε οι ψυχαναλυτές να ενοχλούνται.  Μάλλον είναι από την άλλη πλευρά, που θα έπρεπε να ανησυχούμε, από την πλευρά εκείνων που στιγματίζουν την ψυχανάλυση δημοσίως. Διότι, πράγματι, αν θεωρήσουμε ότι ο πρώιμος αυτισμός μπορεί να εξελιχθεί ευνοϊκά προς το σύνδρομο του Άσπεργκερ, δεν μπορούμε να σκεφθούμε ότι αρχικά υπήρχε ένα βιοχημικό έλλειμμα, το οποίο δημιούργησε ένα γενετικό έλλειμμα. Διότι εάν ο αυτισμός οφείλεται σε μία νευρολογική ανικανότητα να επεξεργαστεί κανείς τη γλωσσική πληροφόρηση, τότε δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πώς θα μπορούσε να υπάρξει ευνοϊκή εξέλιξη σε ορισμένα άτομα.

Διαβάζοντας το βιβλίο του Ντάνιελ Τάμετ εντυπωσιαζόμαστε βλέποντας ότι αυτό το υποκείμενο, που δεν ήθελε να εισαχθεί στο δίκτυο της ομιλίας, αυτό το υποκείμενο, εγκλωβισμένο μέσα στη σαγήνη του για τα σημεία της γλώσσας, αρχίζει παρόλα αυτά να μιλά και να εμψυχώνεται από μία επιθυμία να μας μεταφέρει την εμπειρία του. Δεν είναι απλά όπως ο σοφός πίθηκος που θα θέλαμε να εκθέσουμε στην εμποροπανήγυρη, αυτός που αναγνωρίζει σε μία στιγμή έναν πρώτο αριθμό, που συγκρατεί ατέλειωτες λίστες δεκαδικών του αριθμού π.  Όχι,  είναι κάποιος που τα βγάζει πέρα αρκετά καλά στη ζωή του, είναι ερωτευμένος, έχει μια ομοφυλοφυλική σχέση, μπορεί να απομακρυνθεί από την οικογένειά του, ενδιαφέρεται για τις ξένες γλώσσες που διδάσκει σε μία εποχή της ζωής του. Πώς πέρασε από αυτή την αυτιστική κατάσταση στην οποία οι άλλοι φαίνονταν να ήταν μέρος του διάκοσμου, όταν δεν τον ενοχλούσαν τόσο πολύ, σε όλες του τις εμπειρίες του ελέγχου του κόσμου, σε αυτή την κατάσταση μέσα στην οποία εξελίσσεται απευθυνόμενος στους άλλους με τη επιθυμία να τους μεταδώσει κάτι τι; Δεν υπάρχει ίχνος  από θεραπευτή ούτε από θεραπεία, εκτός από τη θεραπεία που κάνει για μία παροδική επιληψία που εμφανίστηκε στην ηλικία των τεσσάρων ετών, την οποία φαίνεται ότι την ξεπέρασε μόνος του, με τη βοήθεια του φαντασιακού του, που του επέτρεψε να επινοήσει μία ιστορία, μία φαντασιακή σύντροφο που του μιλούσε έως ότου αποδέχθηκε ο ίδιος ότι πάνω από εκατό ετών μπορεί να πεθάνει. Και κυρίως, με την προσφυγή σε αυτό που ονομάζει «ένα δώρο των γλωσσών», δηλαδή μία ευκολία να μαθαίνει τις δύσκολες γλώσσες. Είναι βέβαιο ότι περνώντας από τη μετάφραση ο Τάμετ διασφαλίζει ότι ένα σημαίνον αναφέρεται σε ένα σημαινόμενο ακριβές μέσα στην άλλη γλώσσα, πράγμα που ηρεμεί πολύ την αμηχανία του μπροστά στο σημαίνον ή στη σαγήνευσή του όπως μπροστά στους πρώτους αριθμούς, τα σημαίνοντα που δεν οφείλουν τίποτα σε κανέναν. «Η μοναξιά τους μεταξύ των υπόλοιπων αριθμών μου τους αναδεικνύει μοναδικούς και συναρπαστικούς» γράφει. Στο τέλος της εφηβείας μπαίνει στην περιπέτεια να απαντήσει στην προσφορά ενός φιλανθρωπικού συλλόγου που στέλνει νεαρούς Άγγλους στην ανατολική Ευρώπη για να διδάξουν τη γλώσσα τους. Γίνεται δεκτός, κάνει μια περίοδο εκπαίδευσης, μετά πάει να ζήσει στη Λιθουανία για ένα χρόνο. Εκεί, η έλξη της λιθουανικής γλώσσας επάνω του είναι αποφασιστική για εκείνον. Δεν ήταν αναγκαίο να τη μάθει. Δεν είχε πάει εκεί για αυτό, αλλά για να διδάξει τη δική του γλώσσα στους νεαρούς λιθουανούς. Καταλαβαίνουμε πολύ καλά ότι αυτό το πέρασμα από την απομάκρυνση από την οικογένειά του, από τη γλώσσα του, στο χειρισμό μιας άλλης γλώσσας, του ήταν πολύ ωφέλιμο. Η Λιθουανία έδινε μια άλλη θέση στο ανοίκειό του. Από «ανοίκειο» [etrange], από κάτι περίεργο, γινόταν ξένος [étranger], κι επομένως έβρισκε τη θέση του ως υποκείμενο που αναπαρίσταται από ένα σημαίνον μέσα σε ένα Λόγο. Είναι βέβαιο ότι επιστρέφοντας από τη Λιθουανία κάτι άλλαξε για κείνον. Εκεί ανακαλύπτει την αγάπη και κατορθώνει να βρει τη θέση του μέσα στην κοινωνία, προτείνοντας τις υπηρεσίες του για την διδασκαλία των ξένων γλωσσών και συμμετέχοντας ως πειράματα επιστημονικών ερευνών στον τομέα της νευρολογίας και της γλωσσολογίας.

Επομένως, κάνω την υπόθεση ότι ήταν το πέρασμα από τη μετάφραση που επέτρεψε σε αυτό το υποκείμενο να βγει από την κατάσταση της αποσβόλωσης που βρισκόταν μπροστά στη γλώσσα. Εξάλλου λέει ότι όταν ήταν παιδί είχε επινοήσει μία γλώσσα δική του με μία γραμματική και ένα λεξιλόγιο πάνω από χίλιες λέξεις. Επρόκειτο για εκείνον για την επανόρθωση των δυσκολιών του στο χειρισμό της γλώσσας όλου του κόσμου. Επρόκειτο επίσης για την εύρεση ενός τρόπου έκφρασης των συγκινησιακών του καταστάσεων, αλλά εκφράζοντάς τα στον ίδιο του τον εαυτό, διότι δεν θέλησε ποτέ να εισάγει κάποιον στην ενδόμυχή του γλώσσα.

Το ερώτημα της σχέσης με τη γλώσσα είναι κεντρικό στην αυτιστική θέση. Το αυτιστικό υποκείμενο παραμένει όμηρος του σημαίνοντος, με την έννοια ότι είναι σαγηνευμένος από το πραγματικό του σημαίνοντος, και δεν ξεκολλάει από εκεί. Υπάρχει σ’ αυτό μια πολύ πρωτόγονη απόλαυση, που όμως δεν συνδέεται με την ομιλία, ότι και να φαίνεται. Είναι ένα είδος αυτόματης απόλαυσης του σημαίνοντος. Κάποια εποχή την συνέδεα με την απόλαυση του μπαμπαλίσματος, όμως δεν πιστεύω ότι αυτό είναι σωστό. Είναι πολυάριθμοι εκείνοι οι συγγραφείς που έχουν παρατηρήσει ότι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του αυτιστικού παιδιού, ένα πολύ πρώιμο σήμα είναι η απουσία του μπαμπαλίσματος. Είναι βέβαιο ότι το μπαμπάλισμα αποτελεί ήδη ένα πρόπλασμα της σχέσης με τον Άλλον. Εκείνος που ακούει το μπαμπάλισμα δεν εξαπατάται και απαντά. Η μητέρα απαντά στο μπαμπάλισμα του παιδιού σε ηχώ και το ενθαρρύνει να πάρει αυτή την ευχαρίστηση, πράγμα που το ωθεί αναμφίβολα να εισαχθεί μέσα στην ομιλία, εφόσον έχει ζήσει την εμπειρία ότι το να μιλάς δεν ισοδυναμεί με το να παραιτείσαι από κάθε ευχαρίστηση. Αλλά η απόλαυση του μπλα-μπλα που μας κρατάει όλους δεν συνάδει καθόλου με αυτή τη σκοτεινή σαγήνη του αυτιστικού για τον αυτοματισμό του σημαίνοντος, ο οποίος εξάλλου δεν έχει καμία ανάγκη να ηχοποιηθεί για να λειτουργήσει.

Ο Σιν Μπάροου περιγράφει πολύ καλά αυτό που του συμβαίνει όταν περνά ώρες ανοιγοκλείνοντας μία πόρτα. Αποτελεί για κείνον την επαλήθευση ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα ανάμεσα στη στιγμή που κλείνει την πόρτα και τη στιγμή που την ξανανοίγει. «Δεν έπρεπε να σταματήσω, διότι, ακόμα και μετά από αυτό που είχα δει ανοίγοντας μια πόρτα, φοβόμουν μία αλλαγή, και ήμουνα επομένως υποχρεωμένος να την ξανανοίξω πάλι για επαλήθευση. Ήμουνα υποχρεωμένος να τις προσπαθήσω όλες, γιατί διαφορετικά δεν μπορούσα να ξέρω». Βλέπουμε ότι αυτό που λείπει στον SB είναι η συμβολική αναπαράσταση που θα του επέτρεπε να μνημονεύσει αυτό που υπάρχει πίσω από την πόρτα από τη στιγμή που την έκλεισε. Δεν πιστεύει παρά αυτό που βλέπει και φοβάται επομένως ότι ο κόσμος θα ανατραπει από τη στιγμή που δεν έχει πλέον την εικόνα του. «Πίστευα ότι το εσωτερικό της ντουλάπας γύριζε σαν ένα κάδο πλυντηρίου». 

Κάποια άλλη στιγμή εξηγεί τι τον γοήτευε όταν έριχνε οτιδήποτε έπιαναν τα χέρια του πάνω σε ένα δέντρο του κήπου. «Βίωνα μία μεγάλη ευχαρίστηση με το να ρίχνω αντικείμενα στο μεγάλο δέντρο του κήπου. Ήθελα να ξέρω μέχρι που θα ανεβαίνανε και πού θα σκαλώνανε. Αυτή η άσκηση μου άρεσε τόσο που ξαναπετούσα το ίδιο αντικείμενο στο δέντρο μέχρι να παραμείνει εκεί, ακόμη και αν ήταν πολύ μακρύ. Έχανα λοιπόν το νόημα του χρόνου. Οι ώρες περνούσαν χωρίς να το αντιλαμβάνομαι. Ήταν ο κόσμος μου και ήμουνα ο άρχοντας του. Ήμουν ο κύριος του αντικειμένου. Ανέβαιναν στο δέντρο γιατί το ήθελα. Όταν με μάλωναν ή με τιμωρούσαν είχα την εντύπωση ότι είχα υποστεί μια εισβολή. Δεν ήμουν πλέον ο κύριος. Κάποιος είχε κυριαρχήσει πάνω μου».

«Εάν έκανα αυτό που μου ζητούσε η μητέρα μου, υπήρχε ένας κίνδυνος αποτυχίας, μπορούσα να διαψευσθώ και ήξερα τι θα συμβεί σε αυτή την περίπτωση». Φανταζόμαστε λοιπόν την καταστροφή, για να μην πούμε τον κατακλυσμό που πυροδοτείται από τη διαπίστωση αποτυχίας. Αυτό που φοβάται, δεν είναι ο θυμός της μητέρας του, που ήταν μάλλον υπομονετική. Αυτό που φοβάται είναι η αποτυχία. Ο κόσμος του αυτιστικού υπάρχει μόνο επειδή τον ελέγχει, διότι υπακούει στις προσταγές του, στους χειρισμούς του, διότι παραμένει πάντα ο ίδιος. Αντίθετα, η αποτυχία τον παραδίδει στο χάος.

Μετά από αυτή τη κλινική διαπίστωση, θα πρέπει να προσπαθήσουμε να μαντέψουμε τη δομή. Αυτό που μας διασφαλίζει μια αναπαράσταση του κόσμου, είναι κατ’ αρχήν η δομή της σημαίνουσας αναπαράστασης. Τα μνημονικά ίχνη γίνονται από τα σημαίνοντα, και αυτό που χαρακτηρίζει το σημαίνον είναι ότι η σχέση του με το πράγμα που αναπαριστά δεν είναι άμεση, σε διαφορά με το σημείο. Από τη στιγμή που βρισκόμαστε στην τάξη του σημαίνοντος, μπορούμε να ξεπεράσουμε την παρουσία του πράγματος. Τα σημαίνοντα επομένως συνδέονται μεταξύ τους, μπορούν να υποκαταστήσουν το ένα το άλλο, να δημιουργήσουν νόημα… Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι ο αυτισμός είναι μια νευρολογική αδυνατότητα να λειτουργήσουμε με τα σημαίνοντα, ότι πολύπλοκες συνδέσεις μεταξύ των περιοχών του εγκεφάλου δεν θα γινόντουσαν. Αλλά να, η ανοησία αυτής της αντίληψης αναδεικνύεται όταν ακούμε τις μαρτυρίες αυτών των υποκειμένων, που έχουν βγει από τον κόσμο τους, και που επικοινωνούν μαζί μας. Κάνουν μια χρήση του σημαίνοντος τελείως σωστή. Είναι μέσα στον κόσμο της γλώσσας, δεν είναι αποκλεισμένοι, αλλά αυτό που δεν πάει καλά  αφορά την ομιλία, δηλαδή στο επίπεδο του υποκειμένου που ομιλεί, που θέλει να πει, που θέλει να κατανοήσει αυτό που βλέπει, αυτό που του λένε : υπάρχει εκεί κάτι για τον αυτιστικό που δεν πάει καθόλου καλά.

Για αυτό θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η αναπαράσταση του κόσμου αποτελεί μια υπόθεση του υποκειμένου. Ο καθένας έχει τη δική του αναπαράσταση του κόσμου, η πραγματικότητα δεν είναι καθολική και επιπλέον, αλλάζει συνεχώς. Η αναπαράσταση του κόσμου εξαρτάται από τη θέση του υποκειμένου.

Ο κόσμος του αυτισμού, στον οποίο δεν κατανοούμε τίποτα εξ αρχής, μεταφράζει πράγματι αυτή τη δυσκολία που έχει να εντοπίζει τη θέση του υποκειμένου. Ορισμένοι συγγραφείς, όπως ο Ζαν Κλώντ Μαλεβάλ παρατηρούν , σωστά, ότι ο αυτιστικός φαίνεται να κινείται μέσα σ’ έναν κόσμο σημάτων, χρησιμοποιεί τα σημαίνοντα σαν να επρόκειτο για σήματα. Αλλά αυτή η διατύπωση όσο και να είναι σαγηνευτική δεν μπορεί να είναι τόσο μια αιτία όσο μια συνέπεια, θα καταδείκνυε επομένως μια επιλογή, μιας αποφασισμένης θέσης, ακόμη και εάν είναι ξέφρενη-ακραία, όπως μας καταθέτουν οι διάφοροι συγγραφείς. 

Αντί όμως να μιλήσω για το σήμα, θα προτιμούσα να μιλήσω για το πραγματικό του σημαίνοντος. Πριν να σημάνει, δηλαδή πριν ακόμη να συνδεθεί μ’ ένα άλλο σημαίνον το οποίο θα δημιουργήσει τη σημασία, το σημαίνον συνδέεται αυθόρμητα σ’ αυτό που το oρίζει, δηλαδή στο αντίθετό του. Έχουμε έτσι ζεύγη αντιθέτων: Η νύχτα/ η μέρα, το ύψος/ το βάθος, το άσπρο/ το μαύρο, το ανοιχτό/το κλειστό. Αυτό ακριβώς μας δείχνουν οι αυτιστικοί, τόσο μέσα στην κλινική που παρατηρούμε όσο και μέσα στις μαρτυρίες που μας μεταφέρουν.

Πως γίνεται το πέρασμα απ΄ αυτό τον κόσμο όπου τα σημαίνοντα είναι προσανατολισμένα μόνο μέσα από τα ζευγάρια αντιθέτων σ’ ένα κόσμο όπου τα σημαίνοντα χρησιμοποιούνται γιατί θέλουμε να πούμε κάτι; Σ’ αυτό το ερώτημα μας δίνει μια απάντηση ο μικρός Ντικ που είχε σε θεραπεία η Μέλανι Κλαίν.

 Επανέρχομαι τακτικά στην περίπτωση αυτή του μικρού Ντικ, γιατί δεν έπαψε ποτέ να μου θέτει ερωτήματα. Σ’ έναν πρώτο χρόνο, σκέφτηκα ότι αυτό το παιδί δεν θα ‘πρεπε να ήταν ψυχωτικό, με τον τρόπο που αντέδρασε στην ερμηνεία της ΜΚ. Σκέφτηκα επίσης ότι αυτή η συμβολική μεταμόσχευση που του πρότεινε ήταν ένα είδος τεχνάσματος, ήταν ο τρόπος της για να δώσει υπόσταση στη θεωρία της. Σήμερα, με το φως που φέρνουν οι μαρτυρίες των αυτιστικών, η περίπτωση Ντικ μου φαίνεται ξεκάθαρα ως αυτή ενός αυτιστικού.

Ο Ντικ παρουσιάζεται στη Μέλανι όπως ένα αυτιστικό παιδί, που δεν ενδιαφέρεται για τον εξωτερικό κόσμο, πέρα από τις επαληθεύσεις του, που τις κάνει για να βεβαιωθεί ότι τον ελέγχει. Και μετά, ξαφνικά, μετά από μία αείμνηστη ερμηνεία, μέσα στην οποία η Μέλανι Κλάιν του επιβάλλει από την πρώτη συνεδρία το νόημα μίας ιστορίας που σε κοίμιζε όρθιο, το αγόρι αρχίζει να προσανατολίζεται μέσα στο γραφείο του αναλυτή και σχεδόν μετά από ελάχιστες συνεδρίες χρησιμοποιεί τη γλώσσα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή την απέφευγε, για να της απευθύνει τελικά ένα κάλεσμα. Με άλλα λόγια, αυτός που φαινόταν να θέλει να προσπεράσει το λόγο, να που αρχίζει να δέχεται να εγγραφεί σ’ αυτόν. Πώς μπόρεσε να δεχτεί να καταχωρηθεί καλοσυνάτα κάτω απ’ το σημαίνον, που ο αναλυτής του τού είχε προετοιμάσει πριν από την πρώτη συνεδρία; Ας δούμε λοιπόν ακριβώς τι συμβαίνει.

Ο Ντικ δεν είναι αδιάφορος στη δομή του συμβολικού. Χειρίζεται τα ζεύγη σημαινόντων, παρουσία-απουσία, περιέχον-περιεχόμενο, πόρτα ανοιχτή-πόρτα κλειστή, και τέλος το περίφημο ζεύγος τρένο-σταθμός. Ως προς τι αυτό το ζεύγος τρένο-σταθμός είναι ένα ζεύγος αντίθετων σημαινόντων; Στα αγγλικά ακούγεται καλύτερα όπου ο σταθμός λέγεται station. Η αντίθεση είναι εμφανής μεταξύ της κινητικής του τρένου και της στατικής του σταθμού. Η Μέλανι επεσήμανε πριν να δεχτεί τον Ντικ, διότι μας περιγράφει τις ελάχιστες αποσκευές σημαίνοντος του αγοριού, πριν μας περιγράψει την πρώτη συνεδρία. Κάποιος, δεν ξέρουμε ποιος, της μίλησε για το παιδί, και τότε αυτά τα ζεύγη σημαινόντων τράβηξαν την προσοχή της. Παρόλα αυτά, τους αποδίδει ένα νόημα, που βέβαια δεν το έχουν, γιατί δεν είναι παρά μόνο ζεύγη αντιθέτων, και μόνο ως τέτοια συγκροτούν το νήμα του συμβολικού.

Έτσι λοιπόν, πριν καν δεχτεί τον Ντικ, η Μέλανι του αποδίδει μία πρόθεση να σημάνει μία ασυνείδητη επιθυμία με αυτά τα κάποια σημαίνοντα. Έχει την ιδέα ότι ο Ντικ χρησιμοποιεί το συμβολικό για να κωδικοποιήσει μια θέληση απόλαυσης, διότι στην καθαρά συμβολική αντίθεση, επομένως του καθαρού μη νοήματος (κινητικό-στατικό) υποκαθιστά ένα ζεύγος που έχει νόημα: Το τρένο-πέος που θέλει να μπει στο σταθμό-μαμά. Δεν πρόκειται εδώ για ένα απλό ζεύγος περιέχοντος-περιεχομένου. Πρόκειται πραγματικά για ένα ζεύγος τοποθετημένο. Το πρόβλημα είναι ότι δεν είναι η φαντασίωση του Ντικ που τοποθετεί αυτό το ζεύγος αλλά η φαντασίωση που η Μέλανι του υποθέτει. Συναντάμε εδώ «την σπλαχνοσκόπο με μάτια παιδιού, την εμπνευσμένη εμπόρισσα εντοσθίων» η οποία, εξετάζοντας τις φαντασιώσεις μέσα στα σπλάχνα της τροφού μητέρας τις αποδίδει στην συνέχεια στο παιδί με τα μαύρα ένστικτα. Μέσα από αυτές τις τόσο δυνατές λέξεις, καθόλου απογυμνωμένες από θαυμασμό, ο Λακάν μιλάει για τη Μέλανι Κλάιν στο κείμενο «Η Νεότητα του Ζιντ». Μπορούμε να αποδώσουμε τιμή στην οξυδέρκεια αυτής της πρωτοπόρου της ψυχανάλυσης παιδιών, διότι το ερώτημα να γνωρίσουμε μέσω ποιας οδού περνούν οι φαντασιώσεις για να πάνε από τη μητέρα στο παιδί είναι απόλυτα θεμελιώδες. Αν εξετάσουμε πιο προσεκτικά αυτή την παρατήρηση, ώστε να κατανοήσουμε πώς η Μέλανι Κλάιν κατάφερε να μεταμοσχεύσει ένα ομοίωμα φαντασίωσης στον Ντικ, βλέπουμε ότι η μεταμόσχευση αυτής της φαντασίωσης θα δώσει μια τοποθέτηση στα σημαίνοντα που χρησιμοποιεί ο Ντικ, κι έτσι θα δημιουργηθεί στον ίδιο αυτό το «μικρό παλλόμενο κύτταρο του συμβολισμού», όπως το λέει ο Λακάν στο πρώτο του Σεμινάριο «Τα τεχνικά γραπτά του Φρόυντ».

Επομένως, πριν καν δεχτεί-δει  το παιδί η ΜΚ προετοίμασε το υλικό της, κι εκεί μέσα έχει ένα μεγάλο τρένο κι ένα μικρό τρένο. Μόλις έρχεται ο Ντικ, του προτείνει ένα ζεύγος σημαινόντων το οποίο έχει ένα νόημα. Βάζει πλάι πλάι το μεγάλο τρένο και το μικρό τρένο και τοποθετεί μέσω του λόγου της κάτω από αυτά τα σημαίνοντα αντικείμενα μία σημασία.

Μικρό ΤραίνοΜεγάλο Τραίνο
————-—————
ΝτικΜπαμπάς

Το μεγάλο τρένο είναι ο μπαμπάς, και το μικρό τρένο είναι ο Ντικ. Έτσι υποθέτει ότι ο Ντικ θα μπορούσε να δεχτεί να εκπροσωπηθεί από το σημαίνον του μικρού τρένου πλάι στο μεγάλο τρένο. Έτσι, έρχεται εξαρχής να ανατρέψει τον κόσμο του μη νοήματος μέσα στον οποίο εξελισσόταν ήσυχα ο Ντικ. Του προτείνει ένα νόημα το οποίο τον τοποθετεί σε μία θέση που έχει διευθετηθεί συμβολικά σε αναφορά στον πατέρα. Η απάντηση δεν αργεί να έρθει. Ο Ντικ έχει άγχος και φωνάζει τη νταντά του για βοήθεια.

Όταν το 1953 ο Λακάν σχολιάζει αυτήν τη θεραπεία επανέρχεται πάνω στη θέση του υποκειμένου μέσα στη συμβολική τάξη. Το υποκείμενο πρέπει να είναι στη θέση του μέσα στη συμβολική τάξη για να μπορέσει να διαμορφώσει μια εικόνα του εαυτού του και του κόσμου που το περιβάλλει δηλαδή να εκπροσωπείται από ένα σημαίνον που αρθρώνεται σωστά με άλλα σημαίνοντα.  «Στη σχέση του φαντασιακού και του πραγματικού και μέσα στη συγκρότηση του κόσμου, όπως αυτή προκύπτει, τα πάντα εξαρτώνται από την κατάσταση του υποκειμένου. Και η κατάσταση του υποκειμένου χαρακτηρίζεται κυρίως από τη θέση του μέσα στο συμβολικό κόσμο.»

 Όμως ας επιστρέψουμε στον Ντικ. Η Μέλανι τον τοποθετεί στη θέση που του αρμόζει, ώστε η μεταμόσχευση να μπορέσει να πιάσει και η απάντηση δεν αργεί να έρθει. Ο Ντικ βάζει σε λειτουργία το συνηθισμένο ζεύγος σημαινόντων και παίρνει το μικρό τρένο. Το προχωράει μέχρι το παράθυρο κι εκεί, χωρίς καμιά αμφιβολία, όταν το τρένο σταματά, λέει «σταθμός». Δεν υπάρχει τίποτα το καινούργιο σ’ αυτή την άρθρωση, όμως η Μέλανι, αφού έχει ονομάσει το μικρό τρένο Ντικ, σε αναφορά στον πατέρα τότε ο σύντροφος του μικρού τρένου αποκτά ένα νόημα.  «Ο σταθμός είναι η Μαμά» του λέει. Το σημαίνον ζεύγος τρένο-σταθμός αποκτά επομένως το νόημα του μικρού παλλόμενου κυττάρου μπαμπάς-μαμά. Αυτή είναι η περίφημη μεταμόσχευση. Μένει να γίνει ακόμη ένα βήμα, ώστε να σταθεροποιηθεί γερά το νόημα αυτού του σημαίνοντος ζεύγους, και η Μέλανι το κάνει αυτό λέγοντας «ο Ντικ μπαίνει στη μαμά». Είναι αυτή η φαντασιωσική σημασία που τοποθετεί το ζεύγος τρένο-σταθμός.

Και επειδή είναι αδύνατον να αναπαραστήσει το ζεύγος ανάμεσα στην Μαμά και  τον Ντικ, πρέπει να περάσει από το ζευγάρωμα σημαινόντων, τρένο-σταθμός, αυτό που είναι εφικτό και που μάλιστα είναι διαθέσιμο μέσα στο συμβολικό πυρήνα που διαθέτει το παιδί, όχι γιατί το τρένο μπαίνει στο σταθμό, αλλά γιατί αυτό το τρένο είναι κινητικό και ο σταθμός στατικός. 
Κάνοντας αυτή την υπόθεση μιας σημασίας που στηρίζεται πάνω στην υπόθεση μιας φαντασίωσης, η Μέλανι τοποθετεί το ζεύγος αντιθέτων. Η δομή τρένο-σταθμός αναπαριστά τότε ένα ζεύγος διαρθρωμένων σημαινόντων και επιτρέπει το πέρασμα από κάτω της αδιανόητης σχέσης Μαμά-Ντικ.

Τραίνο —-σταθμός
—–——-
ΝτικΜαμά

Πράγματι, το σημαίνον που αναδύεται μετά την παρέμβαση της Μέλανι δεν είναι τόσο το σημαίνον σταθμός όσο το «σκοτάδι» του μικρού που ο Ντικ εκπέμπει ανάμεσα σε δύο πόρτες. Και η Μέλανι απαντάει με  μια ερμηνεία προς την ίδια κατεύθυνση. Έχει σκοτάδι μέσα στη μαμά. Είναι από κείνη τη στιγμή, όντας κρυμμένος μέσα στο σκοτεινό χώρο ανάμεσα στις δύο πόρτες που μπορεί να ακουστεί το κάλεσμα που απευθύνει στη νταντά.

Το αναγκαίο βήμα για να εισαχθεί στο λόγο, για να μιλήσει – για να απευθυνθεί στον Άλλο και να δεχτεί την απεύθυνση, δεν είναι απλά να λάβει υπόψη του το σημαίνον γι’ αυτό που είναι. Διότι ένα σημαίνον δεν είναι ένα σημείο, αλλά για να δεχτεί την αρχή της σημαίνουσας αναπαράστασης, το σημαίνον αναπαριστά ένα υποκείμενο για ένα άλλο σημαίνον. Αυτή η άρθρωση φαίνεται να λείπει μέσα στη θέση της αυτιστικής άρνησης.

Γιατί;
Παλαιότερα, η απάντηση στο ερώτημα αυτό δινόταν ακολουθώντας τα βήματα του Μπέτελχαϊμ και καθιστώντας υπεύθυνη τη μητέρα για αυτό το πρωταρχικό έλλειμμα. Πράγμα που για εμάς τους ψυχαναλυτές είχε συνέπειες. Διότι, ορισμένοι σύλλογοι γονέων αυτιστικών παιδιών στη Γαλλία μας κατέστησαν  υπεύθυνους της μη θεραπευσιμότητας του αυτισμού και καταγγέλλουν τους ψυχαναλυτές ότι οδήγησαν την γαλλική ψυχιατρική σε ένα αδιέξοδο, ότι αντιστάθηκαν στην ευεγερματική επιρροή των γνωσιακών θεραπειών της αγγλοσαξονικής κατεύθυνσης. Επιστροφή στον αποστολέα επομένως!

Το ερώτημα του «γιατί;» είναι κρίσιμο αλλά πιστεύω ότι θα πρέπει να τo αφήσουμε προς το παρόν για να προσπαθήσουμε να περιγράψουμε όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένα, την κλινική του αυτισμού, χωρίς απαραίτητα να θέλουμε πάση θυσία να την πλαισιώσουμε με μια υπόθεση. Διότι τότε κλίνουμε αμετάκλητα προς την ιδεολογία, δηλαδή την λογική του ηλίθιου (la logique de l’idiot -ideologie), εάν μου επιτρέπεται αυτή η παρέκκλιση της γλώσσας. 
Μελετήσαμε τη σχέση του αυτισμού   με το σημαίνον, πρότεινα εδώ και κάποια χρόνια μια φράση για να την συνοψίσουμε: ο αυτιστικός, όμηρος του σημαίνοντος. Θα μπορούσαμε επίσης να επιμείνουμε να περιγράψουμε τα τόσο παράδοξα σωματικά φαινόμενα που παρατηρούμε στον αυτισμό. Η εξαιρετική του αστάθεια, το επικλητικό του βάδισμα, η αναισθησία του στον πόνο, οι αυτοτραυματισμοί του, οι στερεοτυπίες του, οι μανιέρες του.

Aυτή η κλινική μας δείχνει τις σωματικές επιπτώσεις της άρνησης της αλλοτρίωσης του αυτιστικού στον λόγο του Άλλου. Αυτό δεν έχει τίποτα το εξαιρετικό εάν αξιολογήσουμε ότι το διακύβευμα της αλλοτρίωσης είναι το σώμα και η απόλαυση. Εάν το παιδί δέχεται να αλλοτριωθεί το είναι του στο αίτημα του Άλλου από το οποίο εξαρτάται τελείως είναι γιατί μαθαίνει να ικανοποιείται  από το γεγονός ότι είναι αγαπητό και αναγνωρισμένο από τον Άλλο. Θα βρει μια ευχαρίστηση, μια απόλαυση συναρμοσμένη με τα σημαίνοντα του Άλλου, όμως θα πρέπει επίσης να απαρνηθεί και ένα μέρος της δικής του απόλαυσης. Κατακτά έτσι το σώμα του που είναι μια συμβολική οντότητα και που ενισχύει την διαίσθηση που του έδωσε η εικόνα του μέσα στον καθρέπτη, διαίσθηση ότι είναι μια ενότητα και όχι κομμάτια σώματος. Αλλά αυτή η αλλοτρίωση δεν θα άξιζε σπουδαία πράγματα εάν δεν απαντούσε σ’ έναν νόμο του όλα η τίποτα. Αυτό είναι το τίμημα αυτής της αλλοτρίωσης, αυτό είναι που του διαφεύγει. Δεν θυσιάζονται όλα σ’ αυτή την διαδικασία διαίρεσης προς όφελος του Άλλου. Υπάρχει ένα υπόλοιπο. Αυτό καθιστά την αλλοτρίωση ανεκτή,  είναι το μερίδιο του αποχωρισμού που προϋποθέτει. Υπάρχει ένα υπόλοιπο και αυτό συμπυκνώνεται πάνω σ’ αυτά τα αντικείμενα αποχωρισμού που είναι το βλέμμα και η  . Είναι αντικείμενα που έχουν αντισταθεί στη θυσία του Άλλου. Ως εκ τούτου, είναι αντικείμενα  πάνω στα οποία το υποκείμενο στηρίζεται για να υπάρξει ως επιθυμία και  για να αντισταθεί στην ολοκληρωτική υποταγή στον Άλλο.

Πριν μερικά χρόνια, χρησιμοποίησα την ανάγνωση που κάνει ο Λακάν της Φαινομενολογίας του πνεύματος του Χαίγκελ και κυρίως της διαλεκτικής του Κυρίου και του σκλάβου για να εξηγήσω το πράγμα. Το σώμα του Σκλάβου ανήκει στον Αφέντη εφόσον εκπροσωπεί την απόλαυσή του. Αλλά ο Σκλάβος, του οποίου η θέση ορίζεται από το ότι δεν έχει αποποιηθεί την απόλαυση, δεν απολαμβάνει με το να γίνεται το αντικείμενο του κυρίου, έχει την δική του απόλαυση, απολαμβάνει από αντικείμενα που δεν έχει παραδώσει στον κύριο. «Εάν είμαι κύριος, λέει ο Λακάν, η απόλαυσή μου έχει ήδη μετατεθεί, εξαρτάται από την μεταφορά του δουλοπάροικου, όμως υπολείπεται ότι για εκείνον υπάρχει μια άλλη απόλαυση που παραμένει περιφερειακή».  Αυτή η άλλη απόλαυση που παραμένει περιφερειακή  είναι η ίδια η απόλαυση του σκλάβου, εκείνη που δεν έχει κυριευθεί από τον Κύριο. Του ξεφεύγει. Αυτό σημαίνει ότι ο Σκλάβος δεν απολαμβάνει μέσα στο σώμα του Κυρίου. Ο Σκλάβος απολαμβάνει από ένα αντικείμενο το οποίο δεν το θυσιάζει στον Κύριο. Αυτό το αντικείμενο παραμένει στο περιθώριο, είναι τοποθετημένο εκτός σώματος, στο μέτρο που δεν είναι μέρος του σώματος ως Άλλος δηλαδή του σημαίνοντος σώματος.  Είναι αυτό το αντικείμενο που επιτρέπει στον Σκλάβο να μην συγχέεται με αυτό το υπηρετόν σώμα που ο ίδιος εκπροσωπεί για τον Κύριο. Είναι η απόλαυση της ζωής που ορίζει ένα όριο με της υπερεγωτικές απαιτήσεις που επιβάλλουν στο είναι ένα μοντέλο θανατηφόρου ιδανικού.

Μπορούμε όμως να απολαύσουμε τη ζωή εάν δεν την αλλοτριώσουμε με το κυρίαρχον σημαίνον; Είναι το ερώτημα που μας θέτει ο αυτιστικός. Για να νιώσεις απόλαυση χρειάζεται να έχεις ένα σώμα, εφόσον απόλαυση υπάρχει μόνο μέσω του σώματος. Το να έχεις όμως σώμα προϋποθέτει ότι έχεις αλλοτριώσει το είναι σου στο λόγο του Άλλου. Ένα σώμα συνεπώς, είναι μία συμβολική ολότητα αναγνωρισμένη από τον Άλλο, ένα σώμα, είναι ένα αντικείμενο που το ελέγχει το κυρίαρχο-σημαίνον διότι, πέρα από τη μικρή χεγκελιανή ιστορία, η διαλεκτική αυτή μας επιτρέπει να συλλάβουμε τις σύνθετες σχέσεις που δένουν το υποκείμενο, το σώμα του, την απόλαυσή του και τον Άλλο. Στη θέση του χεγκελιανού αφέντη ο οποίος κατέχει μιαν απόλυτη γνώση, μπορούμε να βάλουμε τον Άλλο του Λακάν, που αναπαρίσταται, με τον πιο οικονομικό τρόπο, με το κυρίαρχο-σημαίνον.

Το κυρίαρχο-σημαίνον εκπολιτίζει την απόλαυση του σώματος, τυπικά είναι ο λόγος της εκπαίδευσης. Το κυρίαρχο σημαίνον σταθεροποιώντας το πλαίσιο της απόλαυσης, υποδεικνύει αυτό που αρμόζει και απαγορεύει αυτό που δεν αρμόζει. Βέβαιο είναι πως αυτό που δεν αρμόζει αποκτά έτσι αξία. Τι θα άξιζε όμως ο λόγος της εκπαίδευσης εάν γινόταν ριζοσπαστικός, εάν δεν επέτρεπε κανενός είδους απόκλιση; Θα κατέληγε στον ολοκληρωτισμό, στο σαδισμό, στα βασανιστήρια.

Μ’αυτό έρχονται αντιμέτωποι όλοι όσοι θέλουν να υποχρεώσουν τον αυτιστικό σ’ ένα λόγο που ο ίδιος αρνείται, πατέρας, μητέρα, εκπαιδευτής ή θεραπευτής. Διαβάστε σχετικά τη μαρτυρία της Τζούντι Μπάροου. Μια μητέρα που φαντάζεται πολύ καλά τη φρίκη όπου θα μπορούσε να την οδηγήσει η ιδέα να εκπαιδεύσει τον αυτιστικό γιο της. Δεν πρόκειται για τη δική της φρίκη αλλά για τη φρίκη της θέσης που της επιφυλλάσσεται όταν θέλει πάση θυσία να εισάγει το γιο της στο λόγο.

Γιατί αρνείται να μπει;

Αυτό που έμαθα με το αυτιστικό παιδί με το οποίο ασχολήθηκα, αυτό που διάβασα στις μαρτυρίες και στις μελέτες των συναδέλφων με παροτρύνει να σκεφτώ τον αυτιστικό σε μια θέση όλου ή τίποτα. Εξ αιτίας κάποιου πράγματος η σημαίνουσα αναπαράσταση, εάν γινόταν, θα γινόταν γι αυτόν χωρίς υπόλοιπο. Κι ο ίδιος θα κατέληγε να γίνει ο όμηρος του κυρίαρχου-σημαίνοντος χωρίς καμιά διέξοδο. Δεν του απομένει παρά να προσπαθήσει να ελέγξει τον σημαίνοντα αυτοματισμό. Αυτό είναι που κάνει με τις στερεοτυπίες του.  Νιώθει τότε απόλαυση, χαίρεται τη ζωή; Όχι, δεν το πιστεύω, μάλλον είναι το σημαίνον που τον απολαμβάνει με τρόπο απεχθή. Επιλέγει να μείνει εκτός, στο περιθώριο, τοποθετεί όλο του τον εαυτό αποφασιστικά  σε παρέκκλιση από το λόγο. Δεν πρόκειται όμως για μια πραγματική παρέκκλιση διότι η παρέκκλιση προϋποθέτει ότι υπάρχει κάτι που ξεφεύγει από ένα πλαίσιο, Εδώ δεν υπάρχει.

Επιμένω στην έννοια της απόλαυσης σε παρέκκλιση διότι μου φαίνεται  πως είναι μία ένδειξη για κάποια πιθανή θεραπεία. Η εκπαίδευση (από μόνη της) έτσι όπως προτείνεται από ορισμένους αυτή τη στιγμή, δεν μου φαίνεται καλή λύση. Ενέχει τον κίνδυνο να γυρίσει σε αγριότητα, δεν σέβεται τη θέση του αυτιστικού. Αντίθετα, όλες οι προσπάθειες που έγιναν για να επιτευχθεί μια συνάντηση με τα υποκείμενα αυτά και οι οποίες έδειχναν σεβασμό στην παρέκκλισή τους, κατάφεραν να τα εξημερώσουν. Αν το ξανασκεφτούμε, αυτό έκανε η Μέλανι Κλάιν. Εξημέρωσε τον Ντικ κάνοντας πως μοιράζεται το ενδιαφέρον του για το αντικείμενο της αυτιστικής του απόλαυσης, το ζεύγος τρένο/σταθμός.Ο όρος εξημερώνω μου φαίνεται αρκετά κατάλληλος, υποθέτει κάποιο χειρισμό του βλέμματος και της φωνής, δύο αντικείμενα την παρέκκλιση των οποίων πρέπει να εξασφαλίσουμε. Αναπόφευκτα ο όρος είναι για μένα συνδεδεμένος με το επεισόδιο της αλεπούς και του Μικρού Πρίγκιπα, μια ανάγνωση που σημάδεψε την παιδική μου ηλικία και υποκύπτω στην ευχαρίστηση να το χρησιμοποιήσω ως επίλογο στο άρθρο μου.

– Σε παρακαλώ… εξημέρωσέ με! Λέει η αλεπού. -Τι πρέπει να κάνω; Είπε ο μικρός πρίγκιπας.-Χρειάζεται μεγάλη υπομονή, απάντησε η αλεπού. Στην αρχή θα καθίσεις κάπως μακριά μου, έτσι, στο χορτάρι. Θα σε κοιτάζω με την άκρη του ματιού κι εσύ δε θα λες τίποτα. Ο λόγος είναι πηγή παρεξηγήσεων. Κάθε μέρα, όμως, θα μπορείς να κάθεσαι όλο και πιο κοντά…Την επόμενη μέρα ο μικρός πρίγκιπας ξαναήρθε.-Θα ήταν καλύτερα αν ερχόσουν την ίδια πάντα ώρα, είπε η αλεπού. Αν έρχεσαι, για παράδειγμα, στις τέσσερις τ’ απόγευμα από τις τρεις θ’ αρχίζω να είμαι ευτυχισμένη. Όσο περνάει η ώρα τόσο πιο ευτυχισμένη θα νιώθω. Στις τέσσερις πια θα κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα και θ’ ανησυχώ. Θ’ ανακαλύψω την αξία της ευτυχίας. Αν έρχεσαι όμως όποτε λάχει, δε θα ξέρω ποτέ τι ώρα να φορέσω στην καρδιά μου τα γιορτινά της… Χρειάζεται κάποια τελετή.

Μετάφραση: Μαργαρίτα Νικολαϊδου
Με την συνδρομή της  Νατάσας Μάντεση στις διορθώσεις.