Γιάννης Κουνέλλης, η επιστροφή

Κλώντ Λεζέ
28 Μαΐου 2012

Έκθεση στο Μουσείο Κυκλαδικής τέχνης (5 Απριλίου – 30 Σεπτεμβρίου 2012)

Στην φωτογραφία είναι το έργο του Γ. Κουνέλλη «Μνήμες» 

Τι έκπληξη! Ήρθα στην Αθήνα για να μιλήσω για την κρίση της ψυχιατρικής, και ανακάλυψα ότι ο Γιάννης Κουνέλλης, αυτός ο δάσκαλος της l’Artepovera, είχε ακριβώς επιλέξει αυτή τη στιγμή αφύπνισης της ελληνικής κοινωνίας για να της παραδώσει ένα έργο μνήμης, όπως παραδίδουμε ένα πακέτο. Επιστρέφοντας ο δημιουργός στην Ελλάδα, υπενθυμίζει ταυτόχρονα την ελληνική του υπόσταση.

Η επιλογή της στιγμής συνοδεύεται από την επιλογή του χώρου που δεν είναι καθόλου ανώδυνη, αφού πρόκειται για ένα κτήριο νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, που αντανακλά τις φιλοδοξίες της μεγαλοαστικής αθηναϊκής τάξης του τέλους του 19ου αιώνα. Ο Κουνέλλης έλεγε: «αφετηρία δεν έχω τα υλικά, αλλά το χώρο. Από τότε που βγήκαμε από τον πίνακα, ο ίδιος ο χώρος είναι πια το πλαίσιο, είναι το υλικό […] Από τότε που βγήκαμε από τον πίνακα, όλα έχουν γίνει πίνακας.» Αυτό καθιστά τον Κουνέλλη ζωγράφο αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και τη σπουδαιότητα του χώρου.

Το έργο που δεν έχει τίτλο παρά το όνομα του δημιουργού του, καταλαμβάνει τα δωμάτια του κτηρίου Σταθάτου, της πλούσιας οικογένειας των εφοπλιστών [armateur]. Το κτήριο μπορεί να έγινε μουσείο, το σύμβολο ωστόσο παραμένει εντυπωσιακό: η φτωχή τέχνη στα πλουσιόσπιτα των εφοπλιστών [art-mateurs][1].

Το έργο πριν αναρτηθεί στους τοίχους, βρίσκεται στο έδαφος. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι η τέχνη τίθεται κατάχαμα, και χρησιμοποιούμε τα τσιγκέλια του χασάπη όταν θέλουμε να την κρεμάσουμε. Την ατμόσφαιρα την αντιλαμβανόμαστε με το που μπαίνουμε στο κτίριο.

Πάνω στο δάπεδο ένας κύκλος με τσουβάλια από λινάτσα, γεμάτα κάρβουνα, περικλείουν ένα στρώμα γκρίζας στάχτης, που μοιάζει να είναι πεταμένη μια μαρμάρινη πλάκα. Εδώ, λοιπόν, παίρνει μέρος ο θάνατος, η ταφική όμως πλάκα δεν καταφέρνει να καλύψει τις στάχτες: το τελετουργικό δεν έγινε σύμφωνα με τους κανόνες. Κατά βάθος, ο Κουνέλλης μας προτείνει αυτό το τελετουργικό, αντιγράφοντας την ατέλειωτη ταφή του ακολουθώντας δυο άξονες: τα ακαδημαϊκά εκμαγεία των σπασμένων κρανίων – η εξαϋλωμένη ανθρώπινη μορφή πεταμένη στα σκουπίδια μαζί με τα χαρτομάντηλα – και το βουνό από γυαλιά οράσεως, που θυμίζει απροκάλυπτα τους σωρούς από το Άουσβιτς. Το θέμα είναι να δούμε τελικά με ποιόν τρόπο εμποδιστήκαμε να δούμε αυτό το πραγματικό. Μας είχαν βγάλει τα γυαλιά μας.

Τέλος, η τελευταία εγκατάσταση εμφανίζεται καλυμμένη από ένα μαύρο πανί. Το ίδιο και ο πολυέλαιος που είναι ακριβώς από πάνω της και που υποτίθεται ότι πρέπει να την φωτίζει. Το ίδιο κι ο πίνακας που δεσπόζει στον χώρο πάνω σ’ ένα μεταλλικό καβαλέτο από ράβδους ίδιους με σιδηροδρομικές ράγες – και πάλι το  Άουσβιτς – καλύπτεται από τα σκουρόχρωμα πανοφώρια, μια άλλη συσσώρευση που σκεπάζει κάθε αναπαράσταση.

Το μαύρο είναι συνεπώς το χρώμα μιας κουρτίνας που προορίζεται να κρύψει από τη θέαση ό,τι έχει μείνει από τη φρίκη των μοντέρνων καιρών: τα λάφυρα, ό,τι αφαίρεσαν απ’ όσους εξολοθρεύτηκαν: καπέλα, παπούτσια, πανωφόρια, γυαλιά. Πρόκειται για τους μόνους πίνακες, τα μόνα γλυπτά που ένα μουσείο μπορεί να ισχυρίζεται ότι εκθέτει μετά από το Άουσβιτς. Πρόκειται για την τομή, την οποία προτείνει ο Κουνέλλης. Μας την επιδεικνύει με τη μορφή ενός χασαπομάχαιρου που χωρίζει το χώρο-χρόνο στα δύο, ριζικά.

Αναρωτιόμουν, διασχίζοντας αυτά τα μικρά σαλονάκια που έμοιαζαν πια κάπως γελοία, ποια μουσική θα μπορούσε να συνοδεύσει αυτή την τελετουργική διαδρομή. Τελικά την βρήκα σ’ αυτά τα άδεια μπουκάλια που είναι συγκεντρωμένα σε πίνακα πριν από δυο χρόνια. Σε αυτό το μόνο παλιό έργο του, ο Κουνέλλης μας αποκαλύπτει όχι μόνο την αιτία ύπαρξης, αλλά προσδίδει και το «λα» για ένα μονότονο γυάλινο κονσέρτο.

Ο Κουνέλλης, ο οποίος γεννήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, επιστρέφει ίσως στην Ιθάκη: «Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι σου διόλου / καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει / και  γέρος πια να αράξεις στο νησί / πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο / μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη»[2].


[1] Κάνω ένα λογοπαίγνιο αμετάφραστο πιθανόν στα ελληνικά: armateur (εφοπλιστής), amateur (ερασιτέχνης) και mateur [voyeur] d’art («ματάκιας» ηδονοβλεψίας της τέχνης).

[2] Κ. Καβάφης, «Ιθάκη»,