Μαρκ Στρως

Το παιδί χωρίς οικογένεια
Εικόνα της μοναξιάς : ο γέρος
«The kid » του Σαρλό (« Το χαμίνι»). Ο Ρεμί, το έκθετο παιδί του Έκτορα Μαλό ( « Χωρίς οικογένεια»). Ο Κοντορεβιθούλης. Ο Gavroche ( ο αλητάκος στους Άθλιους). Κορίτσι;
Το παιδί δεν είναι ένα μωρό. Το μωρό είναι αυτό που βρίσκεται χωρίς οικογένεια όταν χάνει τη μητέρα του: o Bambi. Αλλά ο Μπάμπι, ανθρώπινος σε κάθε περίπτωση, όταν χάνει τη μητέρα του, μπορεί να αντιληφθεί ότι δεν είναι χωρίς οικογένεια, ότι του μένει ο πατέρας, ο οποίος μπορεί να του μάθει ό,τι χρειάζεται για να ζήσει.
Άρα όταν λέμε παιδί χωρίς οικογένεια, μιλάμε για ένα παιδί σε ένα στάδιο μετά-μπάμπι, που όχι μόνο βρίσκεται χωρίς μητέρα, αλλά και χωρίς πατέρα. Και που άρα είναι στο έλεος οποιουδήποτε θελήσει να καταλάβει αυτή τη θέση εάν το παιδί το επιτρέψει.
Το παιδί χωρίς οικογένεια μας αγχώνει, γιατί μας οδηγεί στο να αναρωτηθούμε τι θα του συμβεί, στην πραγματικότητα, ποιος θα είναι αυτός που θα το εκμεταλλευτεί. Τι θέλει, ποια θα είναι η επιθυμία αυτού του Άλλου ο οποίος θα το κάνει το αντικείμενό του. Θα είναι προς όφελός του ή όχι; Τελικά, τι θέλει ο Άλλος;
Από την άλλη, δεν υπάρχει μόνο ο Άλλος της συνάντησης, ακόμα και για το παιδί χωρίς οικογένεια, και είναι μάλιστα αυτό που έχει ενδιαφέρον ότι υπάρχουν επίσης και οι επιλογές που κάνει. Πώς θα μάθει να κάνει τις σωστές επιλογές, θα μπορέσει τα παθήματά του να του γίνονται μαθήματα, να τα καταφέρει στη ζωή παρόλη την απουσία του πατέρα;
Βέβαια, όταν πρόκειται να ορίσουμε τα κριτήρια τι σημαίνει τα καταφέρνω στη ζωή, το πράγμα γίνεται λιγότερο αστείο. Ίσως και λίγο κουτό, γιατί μας έρχεται στο μυαλό αρκετά γρήγορα ότι ο θάνατος έχει πάντα το πάνω χέρι. Βέβαια υπάρχει ένα μίνιμουμ, για όσο καιρό είμαστε ζωντανοί, μπορούμε πάνω κάτω να πούμε τι σημαίνει τα καταφέρνω στη ζωή, ή απολαμβάνω τη ζωή. Στη χειρότερη περίπτωση, εάν δεν υπάρχει πια η παραμικρή απόλαυση, υπάρχει πάντα η απόλαυση της υπεροχής του θανάτου πάνω στη ζωή.
Επανέρχομαι στην περίοδο την πιο ζωντανή και στο γεγονός ότι μπορούμε πάνω κάτω να πούμε τι σημαίνει έχω ένα πετυχημένο βίο, η οποία είναι η πιο τρέχουσα έκφραση για να μιλήσουμε για αυτόν που κατάφερε να κάνει τις επιλογές που τον ικανοποιούν. Στην πραγματικότητα, αυτό που κάνει το υποκείμενο είναι να επιλέξει τον Άλλον που θα του υποδείξει τους τρόπους για να φτάσει σε αυτή την ικανοποίηση και στον οποίο αμέσως μετά θα υποταχθεί. Ο Άλλος σε αντάλλαγμα θα του παραδώσει τα εργαλεία για να αντιμετωπίσει τη ζωή με σκοπό να αποκτήσει αυτές τις ικανοποιήσεις. Έτσι, τα εργαλεία είναι πάντα του Άλλου όπως και οι μορφές που παίρνει η ικανοποίηση.
Και αυτός ο Άλλος είναι ο πατέρας, λέμε εμείς. Εμείς, εδώ, εμείς που είμαστε εδώ, αλλά επίσης και εμείς οι ψυχαναλυτές, αλλά και πέρα από εμάς, εμείς του δικού μας πολιτισμού. Στην πραγματικότητα, εμείς του λόγου. Και μάλιστα πρόκειται για το λόγο και όχι όπως θέλαμε για πολύ καιρό να πιστεύουμε για τον πατέρα. Για το λόγο, όπως λέμε του κυρίου, ο οποίος μας παραδίδει τα κοινωνικά σύμβολα της επιτυχίας, αυτό που ονομάζουμε το κυρίαρχο σημαίνον Σ1. Βέβαια ο πατέρας για πολύ καιρό στον πολιτισμό μας ήταν ο σταθμός αναμετάδοσης αυτών των ιδεωδών, όπως επίσης τα ονομάζουμε, αυτών των κυρίαρχων σημαινόντων, σε σημείο που μπερδέψαμε τη λειτουργία του πατέρα με αυτή της μετάδοσης των ιδεωδών. Όλα αυτά ήταν αλήθεια μέχρι τη γέννηση αυτού που οι Ιστορικοί και ο Λακάν ονομάζουν σύγχρονη εποχή, με άλλα λόγια μέχρι την καρτεσιανή τομή ανάμεσα στο σώμα και το πνεύμα. Αυτή η τομή προκάλεσε μια αλλαγή εποχής, δημιουργώντας ένα καινούργιο λόγο, που δεν έπαψε από τότε να δυναμώνει και να ευδοκιμεί, το λόγο της επιστήμης.
Αυτό αλλάζει τις συντεταγμένες του μοναχικού (του απομονωμένου) παιδιού. Γιατί αυτό το παιδί στο οποίο αναφερθήκαμε μέχρι στιγμής, είναι αυτό που καθορίζεται από την έλλειψη του Άλλου. Ο Άλλος είναι παρών, ακόμα και εν τη απουσία του, αυτή η απουσία είναι παρούσα εξαιτίας του πόνου που νιώθουμε.
Για να σας πείσω ότι όντως μιλάω για την ψυχανάλυση, ο Λακάν είπε ότι οι συντεταγμένες του άγχους άλλαξαν στη σύγχρονη εποχή. Το άγχος στην αρχαία ή στην κλασσική εποχή ήταν άγχος απέναντι στην επιθυμία του Άλλου, όπως είπαμε προηγουμένως. Είτε αυτός ο Άλλος ήταν οι ιδιότροποι θεοί του Ολύμπου είτε ο φιλεύσπλαχνος Θεός της Καινής Διαθήκης που τους αντικατέστησε, ήταν εκεί, και η μοίρα του υποκειμένου ήταν εξασφαλισμένη να εξαρτάται από μια ιδιαίτερη θέληση, η οποία απευθυνόταν στο ίδιο το υποκείμενο. Αλλά εάν, όπως ο λόγος της επιστήμης δεν το επιβεβαιώνει, αλλά το προϋποθέτει, είμαστε προϊόντα του τυχαίου, από ποιόν Άλλον εξαρτιόμαστε, ποιος είναι αυτός ο Άλλος που μας δίνει τη σταθερότητα στη ζωή μας; Ο Καρτέσιος δεν εξάλειψε κάθε εγγυητή, άφησε στο Θεό την εγγύηση των αιώνιων αληθειών, δηλαδή των νόμων της φύσης – ο Θεός δεν εξαπατούσε. Αλλά άφησε την υποκειμενικότητα μετέωρη, χωρίς Άλλον εγγυημένο από το λόγο για να μας μάθει ότι η ζωή έχει ένα νόημα.
Με άλλα λόγια, ο λόγος της επιστήμης μας κάνει αιώνιους Μπάμπι; Παιδιά σε ένα πένθος χωρίς τέλος, που δεν ξέρουν τι είναι αυτό που θέλουν γιατί δεν υπάρχει κανείς για να τους το μάθει και που είναι στο έλεος του πειρασμού για άμεση παρηγοριά;
Ας το δούμε όμως λίγο αυτό το σημείο. Πρέπει να αποσαφηνίσουμε δυο πράγματα.
Από τη μια, η αλλαγή της εποχής αποσύνδεσε τη λειτουργία του πατέρα από αυτή των κυρίαρχων σημαινόντων, αλλά δεν τα κατήργησε. Στην πραγματικότητα, η αλήθεια της επιστήμης που είναι το απόλυτο κυρίαρχο σημαίνον, δεν εξαρτάται από τη θέληση του πατέρα, δεν υπόκειται στο απρόβλεπτο της επιθυμίας του. Ωστόσο παράγει κυρίαρχα σημαίνοντα. Άρα, η σύγχρονη εποχή δεν καθορίζεται από την εξαφάνιση των Σ1, αλλά από την απουσία της μοναδικής και ύστατης αναφοράς τους στον πατέρα ο οποίος εγγυάται για όλα (τα Σ1). Ως συνέπεια, αφθονούν, πολλαπλασιάζονται, και κανένα δεν έχει περισσότερη αξία από το άλλο. Εν συντομία, πρόκειται για την αναρχία των Σ1, που απασχολεί τόσο πολύ τους διανοούμενους της κοινωνικής συνοχής. Έχουν δίκιο, γιατί τι είναι αυτό που τα βάζει στη σειρά αυτά τα Σ1, εάν δεν είναι μια ύστατη επιθυμία όπου όλοι αναγνωρίζονται; Έτσι αυτά τα καινούργια κυρίαρχα σημαίνοντα επιβάλλονται αρχικά από τη δύναμη της επιστημονικής λογικής, αλλά δεν αφορούν ακόμα τον κοινωνικό ιστό στο σύνολό του, επιβάλλονται στη συνέχεια και κυρίως με τη δύναμη της πειθούς που επιτρέπει η επιστήμη, δηλαδή με τη χρήση που επιβάλλει των προϊόντων , τα οποία θέτει στη διάθεση όλων μας. Πρόκειται για αυτό που ο Λακάν ονόμαζε γκάτζετ. Θα πρέπει να τοποθετήσουμε στη σωστή της θέση την υποτιμητική διάσταση αυτής της λέξης. Για τον Λακάν, τα γκάτζετ δεν είναι μόνο τα άχρηστα αντικείμενα που κοστίζουν τρεις και εξήντα, αλλά θα μπορούσε να είναι ακόμα και το πιο εξεζητημένο μηχάνημα της επιστήμης ή της ιατρικής, μέχρι και την ατομική βόμβα. Το στάτους τους ως γκάτζετ προέρχεται από το γεγονός ότι είναι, όπως και να έχει, άχρηστα σε σχέση με το σημάδι, την εκδήλωση μιας μοναδικής επιθυμίας ταυτισμένης με έναν Άλλον. Παρόλα αυτά, όπως είδαμε, αυτά τα γκάτζετ δεν είναι άχρηστα, έχουν μια χρησιμότητα, γιατί εάν δεν είχαν, δεν θα μπορούσαν να επιβληθούν στις ορέξεις των σύγχρονων ανθρώπων. Έχουν μια χρησιμότητα ευχαρίστησης, είτε πρόκειται για μια ευχαρίστηση που προέρχεται από την αποφυγή του κόπου, όταν πρόκειται για παράδειγμα για το πλυντήριο ρούχων, ή για μια ευχαρίστηση πιο πολυτελή, όπως να έχεις μια πισίνα στον κήπο σου. Αλλά αυτές οι ευχαριστήσεις δεν έχουν άλλο νόημα από το να παραπέμπουν σε αυτές τις ίδιες, σε μια κατανάλωση χωρίς υπόλοιπο και χωρίς επέκεινα. Όταν αναρωτιόμαστε υπέρ ποιού πράγματος μια γυναίκα θα κερδίσει χρόνο από το πλύσιμο των ρούχων, είμαστε αρκετά ενοχλημένοι ώστε να εφεύρουμε ένα άλλο γκάτζετ για να απασχολήσει αυτό το χρόνο, για παράδειγμα την τηλεόραση ή τον σύγχρονο απόγονό της που είναι το διαδίκτυο και το οποίο την αντικαθιστά όλο και περισσότερο. Ή την ψυχανάλυση γιατί όχι. Σε τι διαφέρει; Ελπίζω να έχουμε εδώ το χρόνο για να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση, για ποιο λόγο η ψυχανάλυση δεν είναι ένα ακόμη γκάτζετ.
Αυτά τα κυρίαρχα σημαίνοντα που είναι τα γκάτζετ συλλογικοποιούν επομένως τις ομάδες που μοιράζονται τις ίδιες ευχαριστήσεις και όχι τις ομάδες που μοιράζονται τον ίδιο Άλλον σε σχέση με τον οποίο δρούνε στην ύπαρξή τους. Η σύμβαση, εάν μπορούμε ακόμα να μιλάμε για σύμβαση, δεν υποθέτει την αναγνώριση ενός τρίτου εγγυητή, ο καθένας γίνεται εγγυητής για όσο καιρό του κάνει κέφι.
Πρόκειται για αυτό που ονομάζουμε ομάδες πίεσης (λόμπυ).
Δεύτερον, ο πατέρας υπάρχει ακόμα και έχει πάντα μια λειτουργία. Η λειτουργία του είναι να ενώνει το συμβολικό με το φαντασιακό και το πραγματικό.
Η σύνδεση του συμβολικού με το φαντασιακό γίνεται μέσω του φαλλού, εάν είναι στη θέση παρτενέρ για τη μητέρα από την σκοπιά αυτών των δυο. Ο πατέρας που αξίζει τον σεβασμό αν όχι την αγάπη κλπ . Με αυτό τον τρόπο ο πατέρας δίνει τη φαλλική σημασία στην επιθυμία και την σεξουαλική σημασία στην απόλαυση. Με άλλα λόγια η συνουσία αποκτά για ένα υποκείμενο το νόημα της προσπάθειας πραγματοποίησης της διάφυλης σχέσης. Στην πραγματικότητα, ξέρουμε ότι η εισαγωγή του πατέρα στην υποκειμενική οικονομία υποθέτει την υποταγή ολόκληρης της σημαίνουσας τάξης στο καθεστώς του Φαλλού, κάτι το οποίο απαγορεύει κάθε πιθανή αναπαράσταση της διάφυλης σχέσης. Η διάφυλη σχέση είναι αυτό που λείπει στην αναπαράσταση και παρόλα αυτά είναι αυτό που το υποκείμενο θέλει να πραγματοποιήσει για να υπερνικήσει τον ευνουχισμό του. Είναι ευνουχισμένο γιατί, με την είσοδό του στη γλώσσα, έχασε, θυσίασε την απόλαυσή του ως Μπάμπι. Η απώλεια αυτής της απόλαυσης χωρίς όνομα στοχεύει στο να αποκατασταθεί ταυτιζόμενη μέσα στην πραγματοποίηση αυτής της άλλης απόλαυσης, της σεξουαλικής, που επίσης δεν έχει όνομα. Αυτή η εξίσωση χαμένη απόλαυση, δηλαδή φαλλική απόλαυση =σεξουαλική απόλαυση, απόλαυση του οργάνου, τελείται μέσα από την ενόρμηση και το αντικείμενό της που αφαιρείται από τον Άλλον και δίνεται από εκείνον υπό μια μορφή φαντασιακή, αποπραγμοποιημένη. Με αυτό τον τρόπο εναπόκειται στη σεξουαλική απόλαυση να λειτουργήσει ως αυτή που πρέπει να πραγματοποιήσει τη φαλλική απόλαυση. Με την προϋπόθεση να μπει σε λειτουργία με ένα παρτενέρ. Αυτό είναι το όνειρο της διάφυλης απόλαυσης: η πραγματοποίηση της χαμένης ενότητας κάνοντας ένα το υποκείμενο της αναπαράστασης και το απολαμβάνον σώμα. Και επειδή δεν μπορούμε να είμαστε και τα δυο συγχρόνως, χρειάζεται ένας παρτενέρ για να διανείμουμε τους ρόλους και να προσπαθήσουμε να κάνουμε Ένα.
Αλλά το σεξ, ακόμα και όταν γίνεται με σκοπό να πραγματοποιήσει τη διάφυλη σχέση, από τη στιγμή που αποτυγχάνει αυτή την πραγματοποίηση, είναι και παραμένει ένα αίνιγμα, αν δεν είναι μάλιστα τραυματικό. Κάτι το οποίο οδηγεί το υποκείμενο να ξαναρχίζει και να αναπαράγεται. Και αισθάνεται μόνο του μέχρι τα γεράματά του, άλλη εικόνα από αυτή του μοναχικού παιδιού, αλλά επίσης κλασσική. Είναι η δομική ανδρική μοναξιά, η θεμελιώδης μοναξιά του ανθρώπινου όντος που η λαϊκή σοφία αποτυπώνει στο ρητό πεθαίνουμε πάντα μόνοι.
Μπορούμε να φανταστούμε μια φαλλική απόλαυση που να μην περνάει από την απόλαυση του σεξουαλικού οργάνου; Βεβαίως : η μετουσίωση. Υποθέτει ένα αντικείμενο επένδυσης που επέχει θέση παρτενέρ.
Το αίνιγμα της διαφοράς είναι πρωταρχικό, συμβολικό. Δεύτερον, εικονοποιείται, συχνά από τη διαφορά των δυο φύλων. Αλλά η φαντασιακή διαφορά μπορεί να εκδηλωθεί και με άλλους τρόπους. Δεν εμποδίζει την επιθυμία και την ικανοποίησή της και δεν έχουμε να την κρίνουμε ως αποκλίνουσα.
Σε αντίθεση, μπορούμε να φανταστούμε ότι τα αντικείμενα της ενόρμησης δεν αποπραγμοποιούνται από τον Άλλον, αλλά αποκόβονται από την αποτίμηση της αγάπης του Άλλου;
Με αυτό τον τρόπο δεν μιλήσαμε για τα γκάτζετ; Περάσαμε βέβαια βιαστικά το θέμα της ευχαρίστησης που προκαλούν λέγοντας ότι δεν έχουν άλλο νόημα από το να παραπέμπουν σε αυτά τα ίδια, σε μια κατανάλωση χωρίς υπόλοιπο και χωρίς επέκεινα.
Ας πάμε όμως λίγο στην κλινική. Συναντάμε όλο και περισσότερα υποκείμενα, άνδρες αλλά όχι μόνο, που παραπονιούνται, ακόμα και αν δεν είναι το σύμπτωμα για το οποίο έρχονται σε μας, ότι περνούν ηλιθιωδώς ώρες σε πορνογραφικούς ιστότοπους στο διαδίκτυο. Κάτι το οποίο τους ενοχλεί, από τη στιγμή που δεν μπορούν να πουν σε τι τους χρησιμεύει, διασαφηνίζουν μάλιστα ότι δεν ερεθίζονται καν σεξουαλικά, ή αρκετά παροδικά, ωστόσο περνούν ώρες να σερφάρουν από τη μια σελίδα στην άλλη. Και μάλιστα συχνά ακόμα και όταν η σύντροφός τους είναι στο δίπλα δωμάτιο και δεν έχουν ως δικαιολογία την στέρηση. Δεν αισθάνονται πραγματικά ένοχοι, δεν κάνουν κακό σε κανένα, αλλά ενοχλούνται από αυτή την «εξάρτηση». Άρα από τι απολαμβάνουν που ξεπερνάει την απόλαυση που υπόσχεται η συνουσία, όπως λέει ο Λακάν;
Βέβαια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ψάχνουν να ξεχαστούν, μόνο που δεν βλέπουν παθητικά τηλεόραση, δεν παρακολουθούν ενεργά τις τηλεοπτικές σειρές, δεν παίζουν σουντόκου, αλλά παρακολουθούν σεξ στην πράξη. Πάνε κατευθείαν στο ψητό, χωρίς την ένδυση της παραμικρής ιστορικοποίησης.
Θα λέγαμε ότι κάνουν μεγάλη εξοικονόμηση ενέργειας, δεν χρειάζεται να κουραστούν για να αποκτήσουν τη συγκατάθεση και τη συμμετοχή του άλλου, αλλά δεν φτάνει αυτό. Πρώτα από όλα γιατί προφανώς δεν πρόκειται για την ίδια απόλαυση που διακυβεύεται, στη συνέχεια γιατί μια πράξη, οποιαδήποτε και αν είναι, δεν αιτιολογείται αποκλειστικά από την αρχή της εξοικονόμησης. Θα πρέπει πάντα, για να κάνει ένα υποκείμενο κάτι, ακόμα και εάν δεν κάνει τίποτα, να βρίσκει μια θετική ικανοποίηση. Άρα από τι απολαμβάνουν οι ηδονοβλεψίες του διαδικτύου;
Η απάντηση είναι: απολαμβάνουν από το ότι αιχμαλωτίζονται από το αίνιγμα της απουσίας της διάφυλης σχέσης. Βλέπουν, ενθουσιάζονται όχι τόσο από αυτό που δεν έχει νόημα, αλλά από αυτό που είναι το σημάδι ότι αυτό που δεν έχει όνομα, αναπαρίσταται εκεί, σε αυτό το συναρπαστικό θέαμα. Από τη στιγμή που η εικόνα αναγνωρίζεται στην τεχνικότητά της, σταματά να αναπαριστά το αίνιγμα του μη αναπαριστήσιμου, και πρέπει να περάσει στην επόμενη. Για αυτό και η εικόνα που μετρά δεν είναι αυτή που βλέπουμε, αλλά η επόμενη, αυτή που θα ακολουθήσει, ακόμα μια και σταματώ εδώ. Έτσι λοιπόν δεν σταματάμε και φαινόμαστε «εξαρτημένοι» .
Ας παρατηρήσουμε ότι πρόκειται για την ίδια αρχή και για τα γυναικεία περιοδικά: από τη στιγμή που δεν υπάρχει κάποιο σημαίνον που να δημιουργεί σχέση ανάμεσα στα δυο φύλα παρά μόνο το σημαίνον της γυναίκας, οι γυναίκες ψάχνονται στα γυναικεία περιοδικά, και αυτό που έχει σημασία για αυτές είναι επίσης η επόμενη σελίδα, αυτή όπου ίσως θα δουν τον εαυτό τους για αυτό που πραγματικά είναι.
Πρόκειται εδώ για μια γυναικεία μοναξιά, που δεν έχει την ίδια δομή με την ανδρική. Το αρσενικό δεν φτάνει τον Άλλον του καθολικού, αλλά αποβλέπει σε αυτόν και αστοχεί, είναι αδύναμο, όχι αρκετά δυνατό. Η γυναίκα είναι η μόνη που δεν έχει κανένα όνομα για να την αναπαραστήσει, δεν είναι ανίκανη να είναι η πρώτη, αλλά δεν είναι στη λίστα. Βέβαια, αυτό της δίνει έναν αέρα τρέλας διαφορετικής από εκείνη των ανδρών, αλλά ίσως είναι αυτό που την κάνει να νιώθει πιο άνετα με τη σύγχρονη μοναξιά η οποία έχει την ίδια δομή.
Για να επανέλθουμε στην απόλαυση του ηδονοβλεψία του διαδικτύου, δεν είπαμε ακόμα για ποιο λόγο το να αφήνεσαι να αιχμαλωτίζεσαι από το σημάδι του αινίγματος της διάφυλης σχέσης είναι ικανοποιητικό.
Είναι ικανοποιητικό γιατί η έλλειψη εξωτερικεύεται, είναι το ίδιο το αντικείμενο που βλέπεται. Το υποκείμενο βλέπει την έλλειψη και είναι ολοκληρωτικά ομογενές με αυτό το βλέμμα, χωρίς υπόλοιπο, χωρίς παραπομπή της έλλειψης σε μια δεύτερη δύναμη. Το υποκείμενο είναι βλέμμα και δεν είναι πια υπό το βλέμμα του Άλλου στον οποίο θα το απέδιδε, για να υπάρχει, να δρα, υπό το βλέμμα αυτού του Άλλου. Αυτό γινόταν τα παλιά τα χρόνια, όταν, ότι κάναμε, ακόμα και αν παίζαμε ζάρια ή παίζαμε θέατρο γινόταν υπό το βλέμμα του Άλλου κριτή. Με άλλα λόγια, το υποκείμενο είναι απαλλαγμένο από την έλλειψή του, υπερνικά τον ευνουχισμό, όπως θα ήθελε να κάνει η σεξουαλική σχέση με τον παρτενέρ, αλλά αυτό χωρίς παρτενέρ.
Πρόκειται για μια απόλαυση κλειστή σε αυτή την ίδια, όπου ο παρτενέρ αποδεικνύεται άχρηστος, μια απόλαυση αυτιστική. Έτσι το υποκείμενο ξεχνάει τις περισσότερες φορές να βλέπει τον εαυτό του να κάνει και όταν του συμβαίνει, δεν καταλαβαίνει τίποτα, αισθάνεται απλά ενοχλημένος, πριν ξαναγυρίσει στον εξαναγκασμό του. Αλλά μπορεί επίσης να ενοχληθεί τόσο ώστε να μιλήσει για αυτό, να θελήσει να υποκειμενικοποιήσει αυτή του τη δραστηριότητα. Το να υποκειμενικοποιείς μια δραστηριότητα, να την αποδέχεσαι όπως λέμε, σημαίνει να μπορείς να την υποστηρίξεις στα μάτια του Άλλου ως επιθυμία σου, και για να γίνει αυτό πρέπει να δεχτείς να βάλεις στο παιχνίδι την έλλειψή σου, και να γίνεις υποκείμενο αυτής της έλλειψης. Να δεχτείς δηλαδή ότι η έλλειψη σε αγγίζει, ότι τη φέρεις.
Ο λόγος της επιστήμης προσφέρει λοιπόν τα γκάτζετ τα οποία, από δομικής άποψης, είναι αντικείμενα εξάρτησης και όχι αντικείμενα επιθυμίας. Αυτή η απόλαυση δεν είναι ούτε διαστροφική, ούτε τρελή, δεν έχει κανένα νόημα και δεν στοχεύει σε κανένα νόημα, είναι αυτιστική.
Αυτό μας καταδεικνύει με ποιο τρόπο πρέπει να αντιμετωπίζουμε τις εξαρτήσεις: σίγουρα όχι με το να τις ερμηνεύουμε, από τη στιγμή που δεν έχουν κανένα νόημα σε σχέση με τον Άλλον και την απώλεια που εγκαθιδρύει. Όταν υπάρχει μεταβίβαση, όταν δηλαδή το υποκείμενο απευθύνει το παράπονό του σε κάποιον άλλον που καλείται να τον βοηθήσει να βγει από αυτή την κόλαση, σημαίνει ήδη ότι το υποκείμενο δεν συρρικνώνεται σε αυτή την αυτιστική απόλαυση. Δεν μένει παρά να περιμένουμε τη μετάγγιση αυτής της κλειστής απόλαυσης της εξάρτησης σε μια απόλαυση στους παρτενέρ οι οποίοι, εξαιτίας των μεταβιβάσεων και από τις δυο πλευρές θα μπορούσαν να επενδυθούν. Η εξάρτηση είναι λοιπόν μια μορφή μοναξιάς και είναι το σύμπτωμα της εποχής.
Πώς ένα αντικείμενο όπως το βλέμμα μπορεί να μην συσχετίζεται με τον Άλλον και να μετατρέπεται σε αντικείμενο ανταλλαγής; Εάν ανατρέξουμε στην ιστορική μας διαδρομή, βλέπουμε ότι ξεκινήσαμε από ένα αντικείμενο που είναι του Άλλου, για να περάσουμε μέσα από την καρτεσιανή πράξη σε ένα αντικείμενο που δεν αφορά πια τον Άλλον. Πρόκειται για μια τομή, μια εκρίζωση, μια βίαιη παρέμβαση λέει ο Λακάν, ένα κατόρθωμα θα λέγαμε. Η επιστήμη ξαναπαίρνει τα αντικείμενα από τον Άλλον – αντικείμενα που ποτέ δεν είχαμε – παίρνει λοιπόν τα αντικείμενα από τον Άλλον, και τα παίρνει με σκοπό να τον αδειάσει από αυτά τα αντικείμενα. Για αυτό και η έλλειψη του Άλλου γίνεται αισθητή ακόμα και στο υποκείμενο της επιστήμης. Μπορεί λίγο ως πολύ να προσαρμοστεί, αλλά δεν μπορεί να το ξεχάσει. Παρόλο που, και δεν μπορεί να είναι περήφανος για αυτό, γιατί δεν αναπαρίσταται σε αυτό που κάνει, συρρικνώνεται στην καθαρή απόλαυση του βλέμματος που συνδέεται με την καθαρή απόλαυση του αινίγματος της ανυπέρβλητης διαφοράς.
Για αυτό και ο Λακάν είπε ότι δεν μπορούμε να εμποδίσουμε τα γκάτζετ να γίνουν συμπτώματα, ερωτήματα δηλαδή που εγκαλούν τον Άλλον της αλήθειας, ήταν απόλυτα αισιόδοξος – λόγω της δομής.
Εν συντομία, ο πατέρας που δένει το φαντασιακό του φύλου με τη σημαίνουσα έλλειψη είναι σε αντιπαράθεση με το γκάτζετ που δένει το φαντασιακό του φύλου με το πραγματικό της απόλαυσης, αλλά αφήνει εκτός παιχνιδιού το υποκείμενο. Μέχρι τώρα, ο πατέρας απολαμβάνει από την προτεραιότητά του. Μια προτεραιότητα που εντυπώνει στο υποκείμενο το σημάδι μιας έλλειψης που πρέπει να συμβολοποιήσει για να αναπαρασταθεί αξιοπρεπώς, με τρόπο που να στέκει στα μάτια του Άλλου.
Αυτή η προτεραιότητα του πατέρα πρέπει να διευκρινιστεί, γιατί δεν δένει τη σημαίνουσα έλλειψη, το συμβολικό, με το φαντασιακό του φύλου, αλλά με το πραγματικό της απόλαυσης. Ο πατέρας στη λειτουργία του ως πραγματική ονομασία, που κάνει ώστε η απόδοση και μόνο ενός ονόματος να εγκαθιδρύει το πραγματικό μιας διαφοράς που είναι αυτή του σημαίνοντος. Υπάρχει μια τομή ανάμεσα στο όνομα και στο ονομαζόμενο, και σε αυτή την τομή τοποθετείται ο ονομάζον, ο οποίος είναι ο μόνος που εξηγεί την ύπαρξη του ονόματος. Αυτός εδώ ο πατέρας, για όσο είμαστε ομιλόντα υποκείμενα, δεν είναι έτοιμος να εξαφανιστεί, για αυτό και έχουμε σοβαρούς λόγους να είμαστε αισιόδοξοι.
Για να μπορούμε να γίνουμε οι συνομιλητές της μοναξιάς του σύγχρονου υποκειμένου, δεν μένει παρά να του επιτρέψουμε την έκφραση της ανικανοποίησής του χωρίς όμως να την αποδώσουμε σε μια ανεπάρκεια εκ μέρους του. Με άλλα λόγια, πρέπει να αναγνωρίσουμε τη δίψα του για την έλλειψη του απολαμβάνειν, χωρίς να τον φορτώσουμε με αυτήν.
Μετάφραση: Όρσα Καμπέρου