Περί τραυμάτων και τυφλότητας στην ψυχανάλυση

Ιωάννα Βισβίκη

The lovers του René Magritte, 1928

Το ότι ένα πραγματικό έρχεται και μας πέφτει στο κεφάλι είναι γεγονός που συνδέεται με το τραυματικό που φέρει. Το πραγματικό είναι αυτό που έρχεται από έναν άλλο τόπο, ως κάτι το ξένο στο υποκείμενο, που το ξεπερνά, το αφήνει άναυδο, και εμφανίζεται ως αναπόφευκτη τυχαιότητα απ’ την οποία αυτό δεν μπορεί να δραπετεύσει. Εκεί, άλλωστε, βρίσκει την καταγωγή του το άγχος και το σύμπτωμα. Στην προσπάθειά του το υποκείμενο να αποφύγει αυτή τη συνάντηση μ’ αυτή την τρύπα – τρυπατισμό[1] ονομάζει ο Λακάν τον τραυματισμό –, ο οποίος φαίνεται να του έρχεται απ’ έξω κι από πολύ παλιά μέσα στην ιστορία του, χτίζει τη φαντασίωσή του ως μια απάντηση μπροστά σ’ αυτό το πραγματικό-τραυματικό. Στην ψυχανάλυση, μιλάμε λοιπόν για ένα τραύμα δομής. Ο Φρόιντ, μέσα από την περίπτωση του μικρού Χανς και την παιδική φοβία του για τα άλογα, μας δίνει με παραδειγματικό τρόπο τις διαστάσεις του τραύματος και των επιπτώσεών του στο υποκειμένου. Ο Χανς χρησιμοποιεί τη φοβία του για να δώσει μια απάντηση. Και τη δίνει μέσω του αλόγου, δηλαδή ενός σημαίνοντος που επινοεί μπροστά στο πρώτο τραυματικό πραγματικό της συνάντησης με τη σεξουαλικότητα. Στην ουσία, πρόκειται για μια επινόηση η οποία θα του επιτρέψει να βουλώσει την τρύπα του άγχους του, παράγοντας ένα σημαίνον, δηλαδή κατασκευάζοντας μια γλώσσα για να προσεγγίσει αυτό το απρόσιτο απρόβλεπτο.

Πράγματι, δεν υπάρχει τραύμα δίχως γλώσσα. Αυτό σημαίνει ότι η έλευση ενός πραγματικού δεν είναι για τον άνθρωπο ένα απλό συμβάν, αλλά κάτι που έχει μια δομική διάσταση για το υποκείμενο. Αυτή η συνάντηση, ωθεί, «σπρώχνει» το υποκείμενο να βάλει λόγια, λέξεις, σημαίνοντα, στο τραύμα. Η γλώσσα μας είναι το μοναδικό εργαλείο που έχουμε απέναντι στο πραγματικό του τραύματος. Η γλώσσα έχει τη δυνατότητα να εκφράζει, να συμβολίζει, να μαρτυρεί κάτι για την τρύπα αυτής της απρόσμενης συνάντησης και εν τέλει, για το ίδιο  το υποκείμενο. Η ψυχανάλυση λοιπόν μας μαθαίνει ότι στον τραυματισμό έχουμε μια σύγκλιση δυο δυνάμεων: του πραγματικού, που βρίσκεται εκτός συμβολικού πεδίου και εκτός νοήματος και της γλώσσας. Ταυτόχρονα, όμως, το εργαλείο της γλώσσας αποδεικνύεται ανεπαρκές. Εκεί που προσπαθούμε να πούμε τι μας συμβαίνει, μας λείπει η λέξη. Το τραύμα είναι αυτή η τρύπα στη γλώσσα, στη γλώσσα του ομιλούντος όντος. Κι αυτό που επινοεί, που κατασκευάζει, το υποκείμενο για να βουλώσει αυτή την τρύπα είναι εκείνο που δημιουργεί τη μοίρα του, την τύχη του.

Στη σημερινή εποχή, θα λέγαμε ότι το τραύμα της δομής βρίσκεται σε «συνάντηση» με τους τραυματισμούς της εποχής. Είναι πια κοινός τόπος, σήμερα, να μιλάμε για τραυματισμούς που αφήνουν τα υποκείμενα, ά-φωνα, κατάπληκτα, σε αποπληξία, χωρίς λέξεις! Ο Λακάν μας είχε προειδοποιήσει. Η επιστήμη έχει τις επιπτώσεις της! Παράγει διαρκώς, φρέσκιες, ολοκαίνουργιες και πολλαπλές υπεραπολαύσεις. Μας συνοδεύουν, καθημερινά, από τα μικρά αντικειμενάκια μας έως τα σύγχρονα προϊόντα της εξέλιξης της βιολογίας, της ιατρικής, της τεχνολογίας! Και κάπως έτσι φαίνεται να έχει οριστεί η μοίρα μας… : αποκλεισμός της υποκειμενικότητας από την επιστήμη, βιοπολιτική με αρχές τεχνικής διαχείρισης και εξονυχιστικής γραφειοκρατικής ρύθμισης των κοινωνιών με στόχο τη χειραγώγηση υποκειμένων και συλλογικοτήτων και την καλλιέργεια τακτικών φόβου και τρομοκρατίας, καταστροφή μη αναστρέψιμη του περιβάλλοντας, κ.α. Και δυστυχώς, έχουμε ήδη διαπιστώσει σε ποιο βαθμό αυτά τραυματίζουν τα υποκείμενα σήμερα και τα οδηγούν σε ασφυκτικά αδιέξοδα, που κάνουν τη ζωή αβίωτη και για κάποια υποκείμενα με τραγικό τρόπο: άγχος, πανικοί, αυτοκτονίες, καταθλίψεις, εξαρτήσεις, είναι μόνο μερικά παραδείγματα.

Μέσα σ’ αυτή τη σύγχρονη δυσφορία, το υποκείμενο βρίσκεται σε αποκλεισμό και δεν έχει καμιά ευθύνη για το απρόβλεπτο που θα το βρει. Πού βασίζεται λοιπόν η συμμετοχή του και ίσως, η ευθύνη του; Ο Φρόιντ μας έχει απαντήσει έναν αιώνα νωρίτερα: το υποκείμενο δεν είναι ποτέ αθώο! Είναι, όμως, πάντα υπεύθυνο για τις δικές του απαντήσεις, συμπτωματικές ικανοποιήσεις και αντιδράσεις μπροστά στα ενδεχόμενα ατυχήματα και απρόοπτα της ζωής[2]. Διότι το τραύμα είναι πραγματικό, οι επιπτώσεις του, όμως, είναι του υποκειμένου. Δεν υπάρχει λοιπόν τραυματισμός χωρίς τη συμμετοχή του υποκειμένου.

Στο μυθιστόρημά του Περί τυφλότητας, ο νομπελίστας Ζοζέ Σαραμάγκου μας μιλάει για έναν ιό που χτυπά την πόλη και μεταδίδεται από τον έναν στον άλλον. Φτάνει να έρθει κανείς σε μια ελάχιστη… συνάντηση σωμάτων και ξαφνικά, λίγες ώρες μετά, χάνει το φως του. Μέσα σε λίγες μέρες, όλοι – εκτός όπως πάντα λίγων και εκλεκτών(!) κι αυτό είναι άξιο συναφούς ερωτήματος… – θα είναι τυφλοί. Η επιστήμη προσπαθεί, αλλά ματαίως. Σταδιακά, μια ολόκληρη κοινωνία αρχίζει να οικοδομείται από την αρχή, υπακούοντας σε «νέες» συνθήκες, «νέες» ανάγκες, «νέους» φόβους…

 Σήμερα, σε μια εποχή που δεν διεκδικεί, βεβαίως, τη μοναδικότητά της ανάμεσα σε προηγούμενες που μαστίζονταν, επίσης, από παρόμοια απρόοπτα, ένας άλλος ιός, εκείνος του 2020, μας πέφτει στο κεφάλι και μεταμορφώνει ξαφνικά την καθημερινότητά μας. Μας αναγκάζει να πάρουμε τις αποστάσεις στα σώματά μας (…), επιβάλλει έναν χωρίς διακρίσεις περιορισμό κατ’ οίκον μπορούμε να αναρωτηθούμε για ποιόν οίκο πρόκειται… με ό,τι αυτό σημαίνει για τον καθένα, προωθεί νέους τρόπους για να καλύπτουμε τις βιοτικές ή άλλες ανάγκες μας, εγκαινιάζει – οριστικά; – μια επικοινωνία εξ’ αποστάσεως αποκλειστικά με όρους διαδικτύου… Απ’ την άλλη, ανέλπιστα και αναπάντεχα, ο άνθρωπος αφήνει πίσω του, έστω και κατ’ ανάγκην, το κυνήγι των μικρών ή μεγάλων απολαύσεων της παγκοσμιοποιημένης αγοράς του και επικεντρώνεται στα ζωτικά και αναγκαία. Το περιβάλλον επιβραδύνει την ξέφρενη ταχύτητα με την οποία πήγαινε προς την καταστροφή του, ένας ανθρώπινος χρόνος διαφορετικός και μάλιστα, συχνά, ελεύθερος, αρχίζει να μετράει αλλιώς, ο καθαρός αέρας, η φύση που φέρνει μια άνοιξη με μυρωδιές που κυκλοφορούν ανενόχλητες στις πόλεις μας, όλα αυτά ανέλπιστα και απρόσμενα επιστρέφουν!

Έχει ήδη επισημανθεί: ο καπιταλισμός πάτησε φρένο! Τα αγκιστρωμένα στον καπιταλιστικό λόγο και τις ανάγκες του υποκείμενα αφέθηκαν για λίγο ελεύθερα… Έχουν χρόνο να σκεφτούν, έχουν χρόνο να «βρεθούν», ακόμα και στην παράδοξη συνθήκη του διαδικτύου – δηλαδή χωρίς σώματα –, να επικοινωνήσουν, να γράψουν, να συνομιλήσουν και να κρατήσουν τους δεσμούς ζωντανούς τους δεσμούς της γλώσσας, της ομιλίας, της ζωής.

Μέσα σε μια «αντίστροφη» λοιπόν πραγματικότητα, θέτουμε το παράδοξο ερώτημα: Για ποια ελευθερία πρόκειται; Ποια ήταν πριν και ποια είναι τώρα η ελευθερία του ανθρώπου; Τελικά, το τραυματικό ήταν αυτό που ήρθε απρόσκλητο, ή αυτό που είχε ήδη συμβεί, που είχε ήδη εγκατασταθεί; Μήπως τραυματικό ήταν αυτό που συνέβαινε, τις τελευταίες δεκαετίες, με τις, περισσότερο ή λιγότερο, εμφανείς, αλλεπάλληλες, πάντως και πολύμορφες κρίσεις; Μήπως το άτομο, περισσότερο από ποτέ, είναι εκτεθειμένο, και σε καθημερινή βάση στον κόσμο μας, στους τραυματισμούς της εποχής του; Πόλεμοι, προσφυγιά, τρομοκρατία, φτώχεια, κοινωνικές διακρίσεις, ρατσισμοί, φασισμοί, μήπως όλα αυτά δεν ανακυκλώνουν τον αδιέξοδο φαύλο κύκλο του μίσους, το άγχους, της διάλυσης των υποκειμένων και των δεσμών τους;

Εν τέλει, στον αιώνα μας, έχουμε να κάνουμε με μια «κοινοτυπία του τραυματικού γεγονότος»[3], μια κοινοτυπία του κακού[4]. Μέσα σ’ αυτή τη συνθήκη, αναζητώντας για ποια ελευθερία, ή για ποια ευθύνη πρόκειται, διαπιστώνουμε στον σύγχρονο άνθρωπο ενός είδους «τυφλότητα» μπροστά σ’ αυτό που του συμβαίνει, μπροστά σ’ αυτό με το οποίο έχει να τα βγάλει πέρα. Ένα δεν θέλω να ξέρω χαρακτηρίζει τα υποκείμενα. Δεν θέλω να ξέρω αυτό που δεν πάει καλά. Και ως εκ τούτου, το άγχος κατακλύζει, τα συμπτώματα είναι η μόνη διαφυγή, το τραύμα διαρκώς επαναλαμβάνεται. Το υποκείμενο αναζητά διαρκώς να ξεγλιστρήσει, να ξεχάσει, να μη θυμάται… Επιβάλλεται μια απουσία μνήμης, μια λήθη, ή παραγνώριση, ή ό,τι άλλο μπορεί να ανακουφίσει, έστω και προσωρινά, τον άνθρωπο από την οδύνη του.

Η ψυχανάλυση ανθίσταται στην τυφλότητα και αναγνωρίζει ως ελεύθερο το υποκείμενο που έχει ελεύθερη τη βούλησή του. Ο Σωκράτης μας παρέδωσε την πιο παράδοξη γνώση: «γνῶθι σαὐτόν»! Γνώρισε τον εαυτό σου, όχι τόσο για να μάθεις ποιος είσαι, αλλά για να κρατήσεις ζωντανή την ελεύθερη επιλογή σου. Η ελεύθερη βούληση του Σωκράτη ήταν και η α-τοπία του, ο θάνατός του για το καλό της πόλης!

Η ψυχανάλυση έχει να προτείνει έναν άλλο δρόμο, έναν άλλο λόγο αντίστροφο από εκείνο της λήθης, της απώθησης και του συμπτώματος. Ο ψυχαναλυτής, τόσο στην κλινική πρακτική του, όσο και μέσα στον κοινωνικό δεσμό, έχει αποστολή να κοντράρει το πραγματικό[5]. Να κοντράρει το πραγματικό δεν σημαίνει να του πάει κόντρα, να του αντισταθεί, να προσπαθήσει να το νικήσει, να το εξουδετερώσει. Σημαίνει να κρατήσει κόντρα, σημαίνει να το εξισορροπήσει, να το αντισταθμίσει, να λειτουργήσει ως αντίβαρο στη ζυγαριά της δυσφορίας του υποκειμένου και της εποχής του.

Η ψυχανάλυση δεν είναι μια παρηγορητική ή ενδυναμωτική τακτική. Δεν παραβλέπει, ούτε παραγνωρίζει το πραγματικό του τραύματος, ούτε προσπαθεί να το εξαλείψει, ή να το καλύψει. Δεν οδηγεί στην ευ-τυχία ή την αρμονία, δηλαδή στην καλή συνάντηση. Διότι γνωρίζει ότι η καλή συνάντηση είναι πάντα εκείνη που αποτυγχάνει… Κάνει, όμως, να ακουστεί κάτι που «μένει ξεχασμένο πίσω απ’ αυτό που λέγεται μέσα σ’ αυτό που ακούγεται»[6]. Οδηγεί σε μια άλλη σχέση με τη γνώση, την ελευθερία και την αυτοδιάθεση απ’ αυτήν που προτείνει η σύγχρονη δυσφορία του πολιτισμού μας[7]. Και  μακράν απέχοντας απ’ την κανονικότητα και τη συμμόρφωση, επιχειρεί να δώσει αξία, ακριβώς, στη διαφορά. Δηλαδή αυτή την ιδιαίτερη και προσωπική απάντηση που μπορεί να δώσει το υποκείμενο στους τραυματισμούς του, διαφορετική απ’ την απάντηση της φαντασίωσης ή των συμπτωμάτων του που το παγιδεύουν και το κάνουν να υποφέρει. Ίσως, αυτό να συνιστά και την ίδια την ηθική της θέση.

Να σκεφτόμαστε με τα πόδια[8] μας προέτρεψε ο Λακάν. Σκέφτομαι σημαίνει σκέφτομαι κάθε φορά και κάτι νέο, δηλαδή προχωράω…. Οι τραυματισμοί της εποχής μας εγγράφοντας μια ασυνέχεια, ένα μετεωρισμό ανάμεσα σ’ αυτό που χάνουμε και στο επόμενο, και σπάζοντας τις αλυσίδες με τα στηρίγματα αναφοράς μας, μας καλούν να σκεφτούμε, να συλλογιστούμε και να κατασκευάσουμε νέες συνδέσεις και ζωτικούς δεσμούς, με σκοπό μια άλλη πιο ανθρώπινη χρονικότητα. Είναι μέσα στην ίδια της τη φύση, στην ίδια τη δυναμική της, η ψυχανάλυση να δίνει την ευκαιρία στο υποκείμενο να τα βγάλει πέρα χωρίς να αποποιείται την προσωπική του συμμετοχή, ευθύνη και ελευθερία, εφόσον, ακριβώς, ποτέ η ψυχανάλυση δεν θεώρησε τον άνθρωπο έρμαιο και θύμα των καταστάσεων και της μοίρας.

Ο Ζοζέ Σαραμάγκου τελειώνει το μυθιστόρημά του: «Γιατί τυφλωθήκαμε, Δεν ξέρω, ίσως μια μέρα να καταφέρουμε να μάθουμε το λόγο, Θέλεις να σου πω αυτό που νομίζω, Λέγε, Νομίζω ότι δεν τυφλωθήκαμε, νομίζω ότι είμαστε τυφλοί, Τυφλοί που δεν βλέπουν, Τυφλοί που δεν βλέπουν κι ας βλέπουν.»


[1] Ζ. Λακάν, Séminaire XXI, Les non dupes errent (1973-1974), μεταγρ. http://staferla.free.fr/S21/S21%20NON-DUPES….pdf, σελ. 57.

[2] Κ. Σολέρ, L’époque des traumatismes, éd. Biblink, Ρώμη, 2005, σελ. 98.

[3] Κ. Σολέρ, L’époque des traumatismes, éd. Biblink, Ρώμη, 2005, σελ. 68.

[4] Αναφορά στο βιβλίο της Χάνα Άρεντ Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού, εκδ. Νησίδες, Αθήνα, 2009.

[5] Z. Λακάν, «La troisième», (Conférence de presse au Centre culturel français, Rome, 29 Οκτωβρίου 1974), μεταγρ. http://staferla.free.fr/Lacan/La_Troisieme.pdf, σελ. 7.

[6] Ζ. Λακάν, «L’étourdit», in Autres écrits, éditions du Seuil, Παρίσι, 2001, σελ. 449.

[7] Αναφορά στο βιβλίο του Σ. Φρόιντ Η δυσφορία στον πολιτισμό, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 2013.

[8] Ζ. Λακάν, «La troisième», (Conférence de presse au Centre culturel français, Rome, 29 Οκτωβρίου 1974), μεταγρ. http://staferla.free.fr/Lacan/La_Troisieme.pdf, σελ. 4.