Armando Cote
Παρέμβαση στις Γαλλικές ημερίδες της ΔΦΛΠ «Τα συμπτώματα, τα συναισθήματα [affects] και το ασυνείδητο», στο Παρίσι 1 και 2 Δεκεμβρίου 2012.

Η ζήλια καταδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο ότι το υποκείμενο έχει πιαστεί στα γρανάζια του ευνουχισμού, είναι «η πρώτη υποκατάστατη απόλαυση»1. Πρόκειται για ένα θεμελιώδες συναίσθημα [affect]. Τον 13ο αιώνα, ήταν η σειρά της θεολογίας να εισάγει την ιδέα που παραμένει αναλλοίωτη, ενός θεού που ζηλεύει2, που θέλει να αγαπιέται κατ’ αποκλειστικότητα.
Ο κόμβος έρωτας-ζήλια οφείλεται, ιστορικά, στους τροβαδούρους3. Η λέξη «ζήλια» προέρχεται από το λατινικό zélus και το ελληνικό ζήλος, αποκαλύπτοντας τη σφοδρότητα του βλέμματος που αναβλύζει στην εικόνα4. Η ετυμολογία της μας παραπέμπει στην ιταλική λέξη gelosie, που μέσω μετωνυμίας περιγράφει ένα ξύλινο ή σιδερένιο πλέγμα που επιτρέπει σε κάποιον να κοιτά δίχως να τον βλέπουν5.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Λακάν επεξεργάζεται το συλλογικό, λαμβάνει υπόψη την ανάγκη εξολόθρευσης6 που διακυβεύεται κατά την ανάδυση της επιθυμίας και, μάλλον, αυτός είναι κι ο λόγος που σε κάθε του πρόταση για τη Σχολή, δεν παραλείπει ποτέ να αναφερθεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ας θυμηθούμε κάποια στοιχεία από την ιστορία της αναλυτικής κοινότητας που συνδέονται με τη ζήλια.
Το όνειρο του Φρόιντ ήταν να εμπιστευτεί το έργο του στους «καλύτερους» αναλυτές. Έτσι, ο Φρόιντ συναίνεσε σε μια ιεραρχία, η οποία υπάρχει μέχρι και σήμερα στη Διεθνή Ψυχαναλυτική Εταιρία. Το όνειρο του Φρόιντ εξελίχθηκε σε εφιάλτη για τον Λακάν, ο οποίος, το 1963, αποκλείστηκε από τη λίστα των διδακτικών αναλυτών. Ο Λακάν ερμήνευσε αυτή την πράξη ως αφορισμό, κάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, νύξη στη δομή της Εκκλησίας, δομή ίδια μ’ εκείνη της ομάδας που αποφάσισε να τον αποκλείσει.
Αυτή η ομάδα δεν προσέβλεπε, μόνον, στον συμβολικό του θάνατο, αλλά και στον κοινωνικό του αφανισμό, επρόκειτο για μια βούληση εξολόθρευσης. Το 1964, ο Λακάν θεμελιώνει μια νέα εμπειρία αναλυτικής κοινότητας στην καρδιά της οποίας βρίσκεται το ερώτημα της μετάδοσης της ψυχανάλυσης.
Επίσης, ήταν αναγκαία μια συλλογική λογική, όχι μόνο για να εγγυηθεί την παραγωγή μιας νέας γνώσης, ίδιον του αναλυτικού λόγου, αλλά και για να μειώσει τις συγκρούσεις και τις επιπτώσεις της φαντασιακής αντιπαλότητας, που χαρακτηρίζουν τις ανθρώπινες ομάδες, και οι οποίες, σε βάθος χρόνου, φέρουν τον κίνδυνο να σβήσουν την επιθυμία γνώσης και να παραγάγουν έναν λόγο αλήθειας, που είναι ίδιον της ζήλιας. Θα επιχειρήσω να δείξω ότι τα ζητήματα του φθόνου και της ζήλιας είναι πάντοτε παρόντα στη διδασκαλία του Λακάν, ακόμα και στην πράξη διάλυσης της σχολής του.
Το 1980 στο σεμινάριο του στο Καράκας7, ο Λακάν αναφέρεται στη διάλυση της Σχολής του, την οποία όφειλε να «ξεριζώσει». Στην ίδια παρέμβαση αναφέρεται, επίσης, στη βάση του βορόμειου κόμβου του, δηλαδή στη λειτουργία του «τουλάχιστον τρεις»8. Ο ορισμός του βορόμειου κόμβου ξεκινά από το τρία –αν κόψετε μία από τις θηλιές του κόμβου, απελευθερώνονται και οι τρεις- τρία είναι το ελάχιστο, πρόκειται για το μοντέλο του βορόμειου κόμβου. Ο Λακάν επικαλείται επίσης τη σπουδαιότητα της «άφθαρτης επιθυμίας» που παρλάρει διαμέσου της ηγλώσσας [lalangue], και η οποία διαφεύγει του βορόμειου κόμβου διότι αυτός «δεν τα λέει όλα».
Λίγο πριν κλείσει την παρέμβαση του, μιλά για το ζήτημα του αριθμού, κεντρικό σημείο στη ζήλια. Λέει: «Το εκπληκτικό είναι πως ο αριθμός μας προσφέρεται μέσα στην ίδια την ηγλώσσα μαζί με ό,τι απ’ το πραγματικό διακινεί. Άραγε, γιατί να μην παραδεχτούμε πως η σεξουαλική ειρήνη των ζώων, κι αναφέρομαι σ’ αυτόν που ονομάζουμε βασιλιά τους, το λιοντάρι, βασίζεται στο γεγονός ότι ο αριθμός δεν εισάγεται στη γλώσσα τους, όποια κι αν είναι αυτή»9.
Στο 4ο Σεμινάριο, Η σχέση αντικειμένου, ο Λακάν μοιράζεται μαζί μας μια ανακάλυψη που έκανε μια μέρα σ’ έναν ζωολογικό πάρκο, όχι μακριά από το Λονδίνο. Παρατηρώντας ένα λιοντάρι και τρεις υπέροχες λιονταρίνες, θέτει την ακόλουθη ερώτηση: γιατί δεν υπάρχει αντιπαλότητα; Η απάντηση που του έρχεται είναι: «απλούστατα, το λιοντάρι δεν ξέρει να μετρά ως το τρία»10. Όπως φαίνεται, εκεί βρίσκεται η σύνδεση ανάμεσα στο τραύμα και τη γλώσσα. Ο τραυματισμός της γλώσσας είναι η εισβολή του σημαίνοντος. Με την είσοδο του σημαίνοντος στη ζωή του ομιλούντος, οργανώνεται κάτι που είναι εγγενές στην ανθρώπινη μνήμη, υπάρχουν πάντα στοιχεία που δομούνται με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι στη ζωτική μνήμη11. Το σημαίνον εισάγει την πραγματικότητα της ανθρώπινης σύγκρουσης, ξεκινώντας από την ανάδυσή του το υποκείμενο θα έχει πάντα την εντύπωση πως η ζωή του είναι κάτι που εξυφαίνεται και λογαριάζεται12. Ο Λακάν κλείνει το 4ο σεμινάριο λέγοντας πως το ανθρώπινο ον δεν διασχίζει πραγματικά το κενό ανάμεσα στο 2 και το 3. Δηλώνει: «Αν δεν ήταν τόσο δύσκολο να καταφέρει να αρθρώσει τον αριθμό 3, δεν θα υπήρχε αυτό το κενό ανάμεσα στο προοιδιπόδειο και το οιδιπόδειο»13.
Η ζήλια έχει ως προαπαιτούμενο το υποκείμενο να γνωρίζει να μετράει14. Με τη ζήλια, αγγίζουμε με το δάχτυλο την επιθυμία απ’ την πλευρά του ευνουχισμού και όχι της στέρησης, μόνο που αυτό το αντικείμενο μπορεί να είναι αριθμητικό, να φέρει τον αριθμό ως ποιότητα. Για να μπορέσουμε να το εντοπίσουμε, να το διαφωτίσουμε, απαιτείται ένας τοπολογικός χώρος, απαιτείται ένας διπλός γύρος, η επανάληψη που παίζεται στη μεταβίβαση. Η ζήλια είναι ένα συναίσθημα [affect] που αγγίζει το υποκείμενο στο σώμα του. Από την πλευρά του αντικειμένου, η οδύνη είναι ανάλογη μ’ εκείνη του πένθους, από την πλευρά του υποκειμένου είναι μια πληγή που συνδέεται με την ενοχή και το υπερεγώ. Αυτά τα σκόρπια στοιχεία αρχίζουν να σχετίζονται εν αγνοία του υποκειμένου μέσω της εργασίας της ταύτισης και της προβολής, από τη μια μεριά, και της φαντασίωσης, απ’ την άλλη.
Το 1932, ο Λακάν προτείνει μια μετάφραση του βασικού κειμένου του Φρόιντ για τη ζήλια15. Ο Φρόιντ την επιμερίζει σε 3 ζώνες κατονομάζοντας τα.
Η φυσιολογική ανταγωνιστική ζήλια είναι πανταχού παρούσα στη συμπεριφορά κάθε ανθρώπινου όντος, σε τέτοιο σημείο που ο Φρόιντ συμπεραίνει πως αν ένας άνθρωπος δεν ζηλεύει, είναι εξαιτίας της απώθησης. Η ζήλια ως παθολογική μπορεί να εμφανιστεί σε δύο επίπεδα, το προβολικό και το παραληρηματικό. Η περίπτωση της Αγαπημένης [Aimée] στο επίκεντρο της διατριβής16 του Λακάν αφορά μια περίπτωση ζήλιας καταδίωξης.
Η παιδική ζήλια παίζει ρόλο στη γένεση της ανθρώπινης κοινωνικότητας και γνώσης, αναπαριστά μια «διανοητική ταύτιση»17 και όχι μια ζωτική αντιπαλότητα. Στην παιδική ζήλια, υπάρχει μια διπλή κίνηση: το εγώ συγκροτείται ταυτόχρονα με τον άλλον. Αυτή η ασυμφωνία στην ικανοποίηση ενέχει την εισαγωγή ενός τρίτου, η ζήλια είναι λοιπόν απαραίτητη για να εδραιώσει «το αρχέτυπο των κοινωνικών αισθημάτων»18. Η παιδική ζήλια, ανέκαθεν, εντυπωσίαζε τους παρατηρητές κι ο Λακάν σχολίαζε την παρατήρηση του Αγ. Αυγουστίνου καθ’ όλη τη διάρκεια της διδασκαλίας του. Πρότεινε διάφορες μεταφράσεις αυτής της φράσης: «Video et expertus sum zelatem parvulum; nondum loquebatur et intuebatur pallidus amaro aspectu conlacteum suum»19
«Είδα με τα μάτια μου και παρατήρησα καλά ένα πολύ μικρό παιδί βορά στη ζήλια: δεν μιλούσε ακόμα, και ήταν αδύνατο να σταθεί το βλέμμα του δίχως να χλωμιάσει μπροστά στο πικρό θέαμα του ομογάλακτου αδελφού του»20
Αυτή η πρώτη μετάφραση, που προτείνει ο Λακάν, χρονολογείται το 1938, ο Φρόιντ είναι ακόμα στη ζωή και μόλις έχει αναγκαστεί να πάρει τον δρόμο της εξορίας για το Λονδίνο για να σώσει την ζωή του. Συνεχίζει να γράφει πάνω στο ζήτημα του παρανοϊκού πεπρωμένου και της αδελφικής , των οποίων πραγμάτωση αποτελεί ο αντισημιτισμός. Ο Φρόιντ καταλήγει πως μια από τις αιτίες της επιθυμίας εξόντωσης του εβραϊκού λαού στηρίζεται στο θρύλο του Ιωσήφ και των αδελφών του: «Αν είμαστε οι δηλωμένοι επίλεκτοι του φοβερού πατέρα, τότε δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει η ζήλια των αδελφών». Το αντισημιτικό μίσος οφείλεται λοιπόν στην ταύτιση και την αποδοχή της θέσης εξαίρεσης του εβραϊκού λαού. Το αυγουστίνιο παιδί μας δείχνει το βίωμα της ματαίωσης μιας αμοιβαίας σχέσης αφανισμού, μιας θανάσιμης σχέσης, είτε η επιθυμία σβήνει, είτε το αντικείμενο εξαφανίζεται. Ο Λακάν κάνει αυτόν τον πρώτο δεσμό δομή της εγελιανής διαλεκτικής του κυρίου και του σκλάβου, πρόκειται για ένα αδιέξοδο της ανθρώπινης κοινωνίας.
Η αυγουστίνια σκηνή είναι η θεμελιακή εικόνα της επιθυμίας. Οι λέξεις πάνω στις οποίες επανέρχεται συχνότατα ο Λακάν στις διάφορες μεταφράσεις του, είναι: amaro aspectus. Το 1938, επιμένει στην ισχύ της οπτικής αιχμαλωσίας του ομογάλακτου αδελφού, «και δεν μπορούσε να σταθεί το βλέμμα του δίχως να χλομιάσει». Η μετάφραση του Λακάν εισάγει μια χρονική τομή, ένα πάγωμα στην εικόνα όπως σ’ ένα τραυματικό γεγονός. Στη δεκαετία του 40-5021, ο Λακάν προτείνει μια νέα μετάφραση. Η εμπειρία του πολέμου αντανακλάται στη μετάφραση, και μια αλλαγή υποκειμενικής θέσης του Λακάν είναι ολοφάνερη: το amaro aspectus μεταφράζεται ως «δηλητηριασμένο βλέμμα».
Πρόκειται για ζήτημα πένθους, προεξοφλεί την απώλεια του αντικειμένου, προεξόφληση για την οποία μιλά ο Λακάν στον λογικό χρόνο. Πρόκειται για την αμφιθυμία η οποία χαρακτηρίζει το στάδιο του καθρέφτη, πριν την απόκτηση της γλώσσας: μια κατοπτρική απορρόφηση. Τα χρόνια του 5022, η αυγουστίνεια σκηνή καθίσταται μια εμπειρία καθοριστική και γενική. Είναι η στιγμή της κατασκευής της φαντασίωσης, το υποκείμενο αντιλαμβάνεται το αντικείμενο, το στήθος, ως αντικείμενο της επιθυμίας και την ίδια στιγμή το στερείται από κάποιον άλλον, από τον όμοιό του που του παίρνει τη θέση, εξού και η χλομάδα23. Ξαναβρίσκουμε εδώ τους δύο πόλους που προκαλούν ταυτόχρονα ρήξη: από την μια μεριά, της κατασκευής του αντικειμένου της επιθυμίας, από την άλλη πλευρά, της καθαίρεσης του υποκειμένου.
Στο σεμινάριο Οι τέσσερεις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσης, η ζήλια θα γίνει invidia24, το χλομό πρόσωπο για τον Λακάν είναι περισσότερο επίπτωση φθόνου παρά ζήλιας, δεδομένου ότι η φύση του αντικειμένου, που αφορά ο φθόνος, δεν έχει καμία χρηστική αξία. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1973, στο σεμινάριο Ακόμη, ο Λακάν μιλά για το συμπαγές μίσος που απευθύνεται στο είναι αναφερόμενος στην ζηλιαπόλαυση25 εκείνου που εικονοαυλύζει, αναβλύζει στην εικόνα. Θα ενισχύσει τη θέση μιας διαφοράς ανάμεσα στο καθαρό μίσος και το ζηλότυπο μίσος το οποίο αναδεικνύεται στο χωρίο του αγίου Αυγουστίνου.
Είναι η στιγμή μιας θεμελιακής ανατροπής από μια χρονικότητα προς μια άλλη. Αυτή η ανατροπή του φθόνου προς τη ζήλια αποτελεί ορόσημο για το υποκείμενο. Το «Ένα παιδί δέρνεται» καθίσταται μήτρα της ζήλιας και εργασία της φαντασίωσης, o ομογάλακτος αδελφός του πρέπει να ξυλοκοπηθεί, εκεί εντοπίζουμε την πηγή του μαζοχισμού στη ζήλια. Η ζήλια καθιστά εφικτή τη μεταβίβαση, η πρωταρχική ζήλια τίθεται επί σκηνής μέσα στη μεταβίβαση.
Το 1974, υπάρχει μια επιστροφή του ζητήματος της μεταβίβασης στον Λακάν, που λέει πως η μεταβίβαση μας επιτρέπει ν’ ανακαλύψουμε την αλήθεια της αγάπης. Αυτή η επιστροφή του ζητήματος της μεταβίβασης αποτελεί, επίσης, για τον Λακάν, την ευκαιρία να ξαναπιάσει το θέμα της ζήλιας με τη μορφή της [ζηλιαπόλαυσης] jalouissance και της μισαγάπης [hainamoration]. Η διατύπωση της μεταβίβασης ενέχει το ζήτημα ενός υποκειμένου στο οποίο υποθέτουμε μια γνώση. Το να διατηρηθεί η υπόθεση είναι σημαντικό στη θεραπεία, άρα καμιά βεβαιότητα, το πέρασμα από τον αναλυόμενο στον αναλυτή θα είναι το πέρασμα από μια υποτιθέμενη γνώση σε μια εγνωσμένη.
Η αγάπη στην ψυχανάλυση ενέχει ένα πλαίσιο, έναν κανόνα, εξού και τα παιχνίδια της αγάπης όπως και το παιχνίδι της μόρας26. Η αυγουστίνια αγάπη δίνει τις βάσεις για την εγελιανή αγάπη. Η λακανική αγάπη δεν είναι μια ειρηνοποιός αγάπη, που αναζητά την ειρήνη, όπως το λιοντάρι στο κλουβί. Το εντελώς αντίθετο, το τέλος της θεραπείας και η διάταξη του περάσματος δεν αναζητούν την ειρήνευση του υποκειμένου. Η επιθυμία γνώσης είναι στο κέντρο αυτής της συμπαιγνίας ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος. Ο Λακάν είχε την ελπίδα πως στο τέλος μιας ανάλυσης αυτό το συναίσθημα μπορεί να παράγει μια γνώση από την πλευρά του πραγματικού τού ευνουχισμού. Το 1978, μια ακροάτρια προτείνει να μεταφραστεί το amaro aspectu όχι ως «βλέμμα» αλλά ως «βλέμμα βυθισμένο στο πένθος». Ο Λακάν δίνει την έγκρισή του σ’ αυτή την μετάφραση και δηλώνει: «το βυθισμένο στο πένθος αναφέρεται σε αυτό που αποκαλούμε πένθος, για να το πούμε καθαρά, δηλαδή τελικά σ’ ένα σύμπτωμα. Γι’ αυτό και είμαι αισιόδοξος, ένα σύμπτωμα φεύγει, περνά»27.
Στα τελευταία του σεμινάρια, ο Λακάν επέμεινε στη σπουδαιότητα του να λαμβάνεται υπόψη το μίσος στην διάσταση της αγάπης, ειδάλλως, έχουμε να κάνουμε με μια θυσία γνώσης. Πρέπει να βάλουμε το «μίσος στη θέση του». Αυτό που βάζει το όριο ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος είναι ο βορρόμειος κόμβος28. Αυτό το όριο μακράν απέχει από την ευδαιμονία του υποκειμένου, η βορρόμεια επίπτωση της αγάπης είναι η αφύπνιση μιας επιθυμίας γνώσης.
Η μισαγάπη είναι το όνομα μιας νέας σχέσης με τον άλλο που λαμβάνει υπόψη της την αγάπη αλλά και το μίσος, επίσης. Ο βορρόμειος κόμβος ξεκινά απ’ το τρία, και δημιουργείται το γλίστρημα απ’ την αγάπη προς την επιθυμία. Για να μιλήσουμε γι’ αυτό το γλίστρημα χρειάζεται η ποίηση, αλλά όχι η οποιαδήποτε, η ερωτική ποίηση του Δάντη.
Αυτός ο τελευταίος επινόησε μια νέα γλώσσα, την οποία ο Λακάν τη χαρακτήρισε ως εκείνη του γελωτοποιού, με την έννοια πως η προσέγγιση του πραγματικού προϋποθέτει τον αποκλεισμό κάθε νοήματος. Το κατόρθωμα της τέχνης του ποιητή είναι ακριβώς να φτάσει σ’ αυτό το διπλό νόημα του Σ2 (γνώση). Η αγάπη που προτείνει ο Λακάν για το τέλος της ανάλυσης είναι μια αγάπη κενή, όπως η ιπποτική αγάπη, που εκκενώνει το Σ2 από το νόημα του για να του δώσει ένα «λευκό νόημα». Πρόκειται τελικά, για το να δώσουμε φτερά στην αγάπη, πρόκειται για την αγάπη, μια χαζομαρούλα που φτερωνόταν στην αγάπη29, ένα φτερό, φτερώνεται, πρόκειται για έναν νέο ενθουσιασμό.
Είναι μια πρωτοφανής πρόταση για τη ζήλια που απορρέει απ’ τη διδασκαλία του Λακάν. Μπορεί, είναι αναγκαία για να διατηρήσει την αρχή της υποτιθέμενης γνώσης, αλλά υπάρχει πάντα το ρίσκο της συλλογικής βεβαιότητας.
Η πρόταση του Λακάν «Υπάρχ’Ένα»30 είναι για να διερευνηθεί ως μια επίπτωση που εκπορεύτηκε απ’ το πέρασμα από τον αναλυόμενο στον αναλυτή, επίπτωση με την οποία κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να ταυτιστεί, άρα πρόκειται για το αντίστροφο της θρησκείας.
Μετάφραση: Κουκουμάκη Μαρία
Αθήνα 2024
- Ζ. Λακάν, Σεμινάριο 20ο Ακόμη, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα, 2011, σ. 235, [μετάφραση: Βλ. Σκολίδης] ↩︎
- Εδώ, η εικόνα παραπέμπει στον σκοτεινό θεό, που σχολιάζει στο ενδέκατο σεμινάριο Οι τέσσερεις έννοιες της ψυχανάλυσης, εκδ. Ράππα, Αθήνα, 1977, [μετάφραση: Α. Σκαρπαλέζου] ↩︎
- A. Rey, Dictionnaire historique de la langue française, Paris, Le Robert, 2010, p. 1129. O. Bloch et W. Von Wartburg, Dictionnaire étymologique de la langue française, Paris, puf, 1968. J. Coromines, Breve diccionario etimologico de la lengua castellana, Madrid, Gredos, 2008. ↩︎
- Στο Σεμινάριο 20ο Ακόμη, op. cit., σελ. 235.
Ο Λακάν κατασκευάζει μια λέξη, imageaillisse [εικονοβλύζει], που συνενώνει την εικόνα [image] και αναβλύζω [jaillir] : « […], στην ιδέα του ζηλοτυπικού μίσους, το οποίο αναβλύζει από την αποζήλαυση, αυτή που εικονοβλύζει από το βλέμμα…». ↩︎ - Ο Βίκτωρ Ουγκώ στην Παναγία των Παρισίων το περιγράφει ως εξής: «Ήταν ένα από εκείνα τα περίφημα κλουβιά για κρατούμενους που είναι γνωστά ως τα κορίτσια του βασιλιά [les fillettes du roi]. Υπήρχαν δύο ή τρία μικρά παράθυρα στους τοίχους, τόσο πυκνά πλεγμένα με σιδερένια κάγκελα που δεν μπορούσες να δεις το γυαλί. Αναφερόμενοι στον εποικισμό της Νέας Γαλλίας, συχνά αναφερόμαστε στις «θυγατέρες του βασιλιά» [filles du roi], τις νεαρές κοπέλες που έστελνε ο Λουδοβίκος ΙΔ’ και ο υπουργός του Κολμπέρ για να παντρευτούν εργένηδες που ήταν ήδη εγκατεστημένοι στην αποικία. ↩︎
- Ο Λακάν έδωσε μεγάλη βαρύτητα στον ιπποτικό έρωτα, ο οποίος σηματοδοτεί την προβληματική της επιθυμίας στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, και επισημαίνει την εμφάνιση μιας φεουδαρχικής τελετής, μιας συνάντησης βαρόνων κοντά στη Narbonne [Ναρμπόν], η οποία περιελάμβανε μια τεράστια καταστροφή της περιουσίας με τη μορφή γιορτής. Ο Λακάν αναρωτιέται για τη σχέση μεταξύ της εμφάνισης της επιθυμίας, η οποία είναι προϊόν του ιπποτικού έρωτα, και της ανάγκης για καταστροφή. Αναφέρεται σε αυτή τη φεουδαρχική τελετή στο έβδομο Σεμινάριο, Η ηθική της ψυχανάλυσης [Séminaire VII, L’Éthique de la psychanalyse, Paris, Seuil, p. 276]. ↩︎
- J. Lacan, Almanach de la dissolution, Paris, Navarin, coll. « Bibliothèque des Analytica», 1986. ↩︎
- Όπως πριν., σ. 82. ↩︎
- Όπως πριν, σ. 85. ↩︎
- Ζακ Λακάν, Σεμινάριο τέταρτο, Η σχέση αντικειμένου, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα, 2021, σελ. 239, [μετάφραση Α. Αθανασίου, Ν. Δυοβουνιώτου, Β. Σκολίδης, Ρ. Χριστοπούλου] ↩︎
- Όπως πριν, σ. 236. ↩︎
- J. Lacan, Le Séminaire, Livre VII, L’Éthique de la psychanalyse, όπως πριν σελ. 365 : «Κάθε φορά που συμβαίνει μια από αυτές τις συγκρούσεις, βλέπουμε την ταμειακή μηχανή να ενεργοποιείται μανιωδώς. Νομίζω ότι είναι όμορφο, ακόμη και λαμπρό. Αυτή η ταμειακή μηχανή ορίζει πολύ καλά τη δομή με την οποία έχουμε να κάνουμε. Αυτό που καθιστά δυνατή την ύπαρξη της ανθρώπινης επιθυμίας, την ύπαρξη αυτού του πεδίου, είναι η υπόθεση ότι κάθε τι πραγματικό που συμβαίνει λογαριάζεται κάπου». Το απόσπασμα στο οποίο αναφέρεται ο Λακάν είναι από την ταινία Ποτέ την Κυριακή του Ζυλ Ντασέν το 1960. Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας παρουσιάζεται ως κάποιος που βρίσκεται θαυμαστά συνδεδεμένος με την αμεσότητα των υποτιθέμενων πρωτόγονων συναισθημάτων του, όπου σε ένα μικρό μπαρ στον Πειραιά, αρχίζει να δέρνει τους γύρω του επειδή δεν μίλησαν σωστά, δηλαδή σύμφωνα με τα δικά του ηθικά πρότυπα. Άλλοτε πάλι, για να δείξει το περίσσευμα του ενθουσιασμού και της ικανοποίησής του, σηκώνει ένα ποτήρι και το σπάει πετώντας το στο πάτωμα. ↩︎
- Όπως πριν, σ. 238. ↩︎
- J. Lacan, L’Identification, 1961-1962, séminaire, ανέκδοτο, 20 juin 1962 : « Όλα με οδηγούν να σκεφτώ, στο σημείο που έχω φτάσει για να ξεκαθαρίσω την πορεία μας, ότι αυτό που ήθελα μόνο να υποδείξω σήμερα είναι αυτή η λειτουργία που έχω εντοπίσει εδώ και καιρό για να σας την δείξω ως παραδειγματική των πιο αποφασιστικών, ακόμη και των πιο σκληρών ενδείξεων του σημαίνοντος στην ανθρώπινη ζωή, όταν σας είπα ότι η ζήλια, η σεξουαλική ζήλια, απαιτεί από το υποκείμενο να ξέρει να μετράει.» ↩︎
- Σ. Φρόιντ, «Ορισμένοι νευρωτικοί μηχανισμοί στη ζήλια, στην παράνοια και την ομοφυλοφιλία» στο Κείμενα για την παράνοια και τις ψυχώσεις, εκδ. Principia, Αθήνα, 2016. ↩︎
- J. De la psychose paranoïaque dans ses rapports avec la personnalité, Paris, Seuil ↩︎
- Ζακ Λακάν, Η οικογένεια, τα οικογενειακά συμπλέγματα στη διαμόρφωση του ατόμου, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1987, σελ 40 ↩︎
- Όπως πριν, σελ 49 ↩︎
- Αγίου Αυγουστίνου Εξομολογήσεις, πρώτος τόμος, βιβλία Ι-VII, εκδόσεις Πατάκη σελ. 127. «Κάποτε κάθισα για ώρα μονάχος και παρατηρούσα ένα παιδί. Ξεχείλιζε από μοχθηρία. Δεν μιλούσε ακόμα, όμως χλόμιαζε από χολή και κοίταζε με ζήλια τον ομογάλακτο αδελφό του. ↩︎
- «J’ai vu de mes yeux et bien observé un tout-petit en proie à la jalousie : il ne parlait pas encore et il ne pouvait sans pâlir arrêter son regard au spectacle amer de son frère de lait.» ↩︎
- Το 1946 και το 1948 στα κείμενα, «Σχετικά με την ψυχική αιτιότητα» [Propos sur la causalité psychique] και « Η επιθετικότητα στην ψυχανάλυση» [L’agressivité en psychanalyse] στα Écrits, Paris, Seuil, 1966. ↩︎
- J. Lacan, « Quelques réflexions sur l’ego », Le coq héron, 1980, n° 78. & J. Lacan, Le Séminaire, Livre VI, Le Désir et son interprétation, Paris. ↩︎
- Το στήθος λοιπόν, ως αντικείμενο, γίνεται την ίδια στιγμή σημαίνον του αντικειμένου της επιθυμίας και υποκατάστατο της μητέρας. Αυτό αντιστοιχεί στην περίφημη καταθλιπτική φάση της Μέλανι Κλάιν. ↩︎
- Ζ. Λακάν, Ενδέκατο σεμινάριο Οι τέσσερεις έννοιες της ψυχανάλυσης, εκδ. Ράππα, Αθήνα, 1977, [μετάφραση: Α. Σκαρπαλέζου], σελ. 105. ↩︎
- Ζ. Λακάν, Σεμινάριο 20ο Ακόμη, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα, 2011, σ. 91, [μετάφραση: Βλ. Σκολίδης] ↩︎
- J. Lacan, L’insu que sait de l’une-bévue s’aile à mourre, 1976-1977, séminaire inédit
[Σ.τ.Μ] Λογοπαίγνιο με το παιχνίδι της αγάπης και το παιχνίδι της μόρας που στα γαλλικά ακούγονται το ίδιο (λε ζε ντε λαμούρ). Η μόρα είναι παιχνίδι χεριών που υπάρχει από την αρχαιότητα. ↩︎ - Όπως πριν ↩︎
- J. Lacan, R.S.I., ανέκδοτο σεμινάριο, μάθημα της 15ης Απριλίου 1975. ↩︎
- Αναφορά στο L’insu que sait de l’une-bévue s’aile à mourre, 1976-1977 ανέκδοτο σεμινάριο. Ο τίτλος του είναι ένα λογοπαίγνιο. ↩︎
- Y’a de l’Un. Ζ. Λακάν, Σεμινάριο 20ο Ακόμη, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα, 2011, σ. 12, [μετάφραση: Βλ. Σκολίδης] ↩︎
