Κολέτ Σολέρ
Παρουσίαση του θέματος της 7ης Διεθνούς Συνάντησης της Σχολής
Είναι ένα γεγονός, από μόνο του διδακτικό, ότι παρά το σωρό των κειμένων πάνω στο πέρασμα και τον πολλαπλασιασμό των τευχών του Wunsch, κάθε επερχόμενο ΔΚΕ ξεκινά εκ νέου με αποφασιστικότητα γενικά, σαν να ήταν το πρώτο και έρχεται αντιμέτωπο με τα ερωτήματα που υφίστανται από πάντα.
Στο σημείο αυτό, βρίσκεται στο ίδιο πεδίο όπως ο αναλυτής, με κάθε νέο αίτημα, βρίσκεται στο πεδίο του πρώτου ερωτήματος του αναλυτικού λόγου, αυτό της αρχής. Για ένα διεθνές κολλέγιο εγγύησης αντιστοίχως είναι να γνωρίζει τι πρέπει να εγγυάται ο μηχανισμός του περάσματος.
Ο Λακάν την είπε, την αρχική του πρόθεση. Το έργο της επιτροπής – όποια και αν είναι η μορφή της – είναι «η εξέταση του τί κάνει έναν αναλύοντα να αποφασίσει να τοποθετηθεί ως αναλυτής» 1. Για να το θέσω αλλιώς, και με τους απλούς όρους της δεκαετίας του 1960, τί, κατά την ανάλυσή του, του επέτρεψε να πάρει για τους άλλους τη θέση που κράτησε ο αναλυτής του γι’ αυτόν.
Αργότερα δε, το 1976, στον «Πρόλογο στην αγγλική έκδοση του Σεμιναρίου ΧΙ» η κέλευσή του είναι πιο τραχιά: «Υπάρχουν άλλοι λόγοι εκτός από το να κερδίζει χρήματα;»
Διαπίστωση
Άρα μια διαπίστωση επιβάλλεται: αυτό το ερώτημα του περάσματος στον αναλυτή φαίνεται να εκθλίβεται όλο και περισσότερο μέσα στις μαρτυρίες αυτών που κάνουν το πέρασμα – των περνώντων, τόσο μέσα στον μηχανισμό όσο και μετά, επειδή αυτό που συζητιέται φαίνεται να στοχεύει όλο και περισσότερο το ζήτημα του τέλους της ανάλυσης.
Και ως προς αυτό ακριβώς το ερώτημα, οι μαρτυρίες των περνώντων, που είναι πάντα ήδη αναλυτές, επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά στο έσχατο τέλος, σαν να ήθελαν να βεβαιωθούν οι ίδιοι και να διαβεβαιώσουν ότι όντως έφτασαν στο τέλος. Όσο για το τι τους αποφάσισε, με άλλα λόγια η στροφή που επέτρεψε την εναρκτήρια πράξη, συμβαίνει συχνά να μην τίθεται καν στο προσκήνιο.
Αυτό σημαίνει ότι η «πυκνή σκιά» που ο Λακάν ήθελε να διαλύσει με το πέρασμά του εξακολουθεί να υπάρχει; Το απέδωσε αρχικά στον θεσμό της ΔΨΕ η οποία εμπιστεύτηκε την εγγύηση στην ιεραρχία της, στους διδάσκοντες και το κατήγγειλε εις το όνομα αυτού, που είναι ένα γεγονός: ότι στην πράξη του, σε καθημερινή βάση και για πολλά χρόνια, «ο αναλυτής δεν εξουσιοδοτείται παρά μόνο από τον ίδιο τον εαυτό του». 2
δεν υπάρχει κανένας, κανένα υποκείμενο υποτιθέμενο στη γνώση, που να του υπαγορεύει τις απαντήσεις του στο αίτημα του αναλύοντα.
Από εκεί προήλθε η ιδέα στον Λακάν να του προτείνει να πει τι του επέτρεψε στην ανάλυσή του να απελευθερωθεί από την κυριαρχία regence αυτού του υποκειμένου, υποτιθέμενου στην γνώση, ώστε να γίνει η μετάβαση, να περάσει στην αναλυτική πράξη.
Μια πρόσκληση, επομένως, να «υστορικοποιήσει» μέσα στον μηχανισμό,, όχι τόσο την ιστορία του όσο τη περατή ανάλυσή του, και εκεί ακόμη κανείς δεν μπορεί να το κάνει γι’ αυτόν. « Ο αναλυτής δεν υστορικοποιείται παρά μόνο από τον ίδιο τον εαυτό του: γεγονός πασιφανές.»
Ωστόσο, αυτό, «από τον ίδιο τον εαυτό του» καταπολεμάται με σφοδρότητα από την δοξασία της ομάδας. Όλα τα διαδοχικά Κολέγια διεθνούς εγγύησης έχουν επισημάνει την απήχησή της πάνω σε ό, τι λέγεται και σε ό, τι ακούγεται μέσα στον μηχανισμό.
Πράγματι, ο λόγος πάνω στο πέρασμα, αυτός το μεγάλο βουητό που προκλήθηκε γύρω από την ενεργοποίηση του μηχανισμού στη διεθνή του διάσταση, με την πληθώρα μαρτυριών τόσο ποικίλων, από τους ονομασθέντες και τους μη ονομασθέντες, από τους περάτες και άλλους, έχει ισχυρά επακόλουθα. Μια δοξασία επικάθεται από αυτό το βουητό, η οποία αποκρυσταλλώνεται με διακυμάνσεις με την πάροδο του χρόνου. Δεν είναι βέβαιο ότι έχουμε δίκιο να βλέπουμε σ’ αυτόν τον αναβρασμό το καλό σημάδι ενός ενθουσιασμού για την ψυχανάλυση.
Γιατί εκεί όπου δεν υπάρχει Άλλος, υπάρχει ακόμα η δοξασία, το βούλωμα του κενού, η που ανακατασκευάζει το Ένα φτιάχνοντας συλλογικότητα με μερικές λέξεις-κλειδιά, υποκινώντας στον καθένα να ελπίζει, ή να πάει να βρει, ή να αναγνωρίσει, για παράδειγμα, ένα κέρδος γνώσης, μια πρόσβαση σΤο γράμμα, μια αποδέσμευση από τον αναλυτή, που από εδώ και στο εξής έχει γίνει απόρριμμα, και, βεβαίως, [να βρει] μια νέα στάση απέναντι στην απόλαυση και τους διάφορους τρόπους τεχνογνωσίας για την αντιμετώπισή της κ.λπ. Πολλά από τα διαδοχικά ΚΔΕ έχουν επισημάνει πόσο οι ιδιαίτερες αλήθειες είναι σε κατάσταση αδιαφάνειας.
Το εν λόγω κενό είναι το ίδιο εξάλλου , που υφίσταται στην θεμελίωσηαυτού του μηχανισμού με εκείνους τους ενδιάμεσους, περάτες με σκοπό να αφήσουν να περάσει αυτό που δεν μπορεί παρά μόνο να αφεθεί να ακουστεί, όπως ακριβώς το πράγμα που μεταδίδεται μόνο με το γέλιο στο ευφυολόγημα.
Είναι ότι σε μια μαρτυρία του περάσματος, στην υστορικοποίηση μιας ανάλυσης, το ζήτημα είναι η αλήθεια και όχι η μεταβιβάσιμη γνώση ή οι αποδείξεις όσον αφορά στην πράξη, της οποίας εξ ορισμού αποκλείεται ο απολογισμός.
Συνεπώς, το ΚΔΕ μας, θέλησε να επαναφέρει την προσοχή, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα, στον πρωταρχικό στόχο του μηχανισμού: το πέρασμα στον αναλυτή.
Ερώτηση στον « αναλυμένο»
Θέτουμε ως αρχή, ότι χρειάζεται η τελειωμένη περατή ανάλυση. Το ερώτημα αναφέρεται συνεπώς πάνω σ’ αυτήν και στην στιγμή που συμβαίνει. Πολλές από τις παρατηρήσεις του Λακάν, από την Πρόταση του 1967 και μετά, διακρίνουν επακριβώς στο μεγάλο χρονικό διάστημα μιας ανάλυσης, αφενός τη στροφή του περάσματος όπου μπορεί να συμβεί η πράξη και αφετέρου το τέλος της ανάλυσης.
Αυτή η διάκριση είναι τεκμηριωμένη, αν η ανάλυση είναι πράγματι, όχι απλά ένας απλός περίπατος ή ένα περιπλανώμενο ταξίδι μέσα στις αναμνήσεις, αλλά μια δομημένη διαδικασία με μια είσοδο παρτίδας και ένα «σημείο περατότητας» – όπως στο σκάκι. Αν επομένως είναι δομημένη, τότε δεν υπάρχει κάποια αντίφαση στο να υποστηρίζουμε ότι μπορεί να έχει «περατωθεί» πριν να σταματήσει – με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι έχει αρχίσει.
Και όπως πολλά πράγματα, μετά τη στιγμή του κλεισίματος ο χρόνος του τέλους μπορεί να διαρκέσει πολύ, και για έναν θεμελιώδη λόγο: η αναλυτική διαδικασία περιλαμβάνει τον λογικό χρόνο αλλά και αυτό επίσης που έχω περιγράψει πρόσφατα ως τον ανυπολόγιστο «μη λογικό» χρόνο των αναλύοντων μοναδικοτήτων.
Δεν μπορεί να αποκλειστεί επομένως το ενδεχόμενο ότι ο «αναλυμένος» παράγεται πριν από το τέλος της ανάλυσης. Αλλά τι είναι ένας «αναλυμένος»; Έχουμε τόσο συνηθίσει ως αναλυτές να ευνοούμε το ασυνείδητο που αρθρώνεται μέσα στην μεταβίβαση με το υπερπεπερασμένο του αιτήματος που προκαλεί, που έχει γίνει σύνηθες να θεωρούμε ότι το «αναλυμένος» δεν υπάρχει, και το περιγελάμε μερικές φορές.
Όμως ο Λακάν δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τον όρο για να ορίσει επακριβώς αυτό που παράγεται τη στιγμή του περάσματος, όπου ο αναλυμένος «προκύπτει από τον αναλύοντα» και «είναι η συνθήκη που θεωρείται απαρχής πρώτη»3 όταν κάποιος θέλει να ασκήσει το επάγγελμα του ψυχαναλυτή.
Διότι είναι η δομή της εμπειρίας ποπυ περιλαμβάνει το όριο, την αρχή παύσης του ασυνείδητου υπό μεταβίβαση. Ο Λακάν έχει σίγουρα δώσει περισσότερες από μία διατυπώσεις για αυτό το όριο, όμως όλες συνδηλώνουν ένα πραγματικό, είτε πρόκειται για την αποκαθήλωση από το αντικείμενο (Πρόταση) είτε για το εκτός νοήματος του ασυνειδήτου – η γλώσσα-lalangue (Πρόλογος).
Αν υπολογίσουμε επαρκώς ότι αυτός ο αναλυμένος μπορεί να παραχθεί πριν το τέλος της ανάλυσης, τότε θα μπορέσουμε να εστιασθούμε λιγότερο σε αυτό που λείπει από τη μαρτυρία του περνώντος από ότι σ’ αυτό που είναι επαρκές για να πιστοποιήσει τον αναλυμένο.
Παραμένει εν τούτοις τότε το πραγματικό ερώτημα: ο αναλυμένος εξακολουθεί να είναι ένας αναλυτής μόνο εν δυνάμει, και θα χρειασθεί να κάνει επιλογή για να ξέρει, αν, ψυχαναλυτής, θέλει να είναι στην πράξη.
Είναι αυτό το ερώτημα που προφανώς στοίχειωσε τον Λακάν και ακόμα παραπάνω. Ο τίτλος μας, προσκαλεί να αναλάβουμε την διερώτησή του. Πώς μπορούν να δοθούν οι λόγοι για αυτή την πιθανή επιλογή;
Λέμε με τον Λακάν «επιθυμία του αναλυτή», αλλά αυτό ακριβώς είναι το ερώτημα, ποια είναι το αίτιο της; Είναι το όφελος που επιτυγχάνεται στην ανάλυσή του, η γνώση που αποκτάται, αυτό που του έχει διδάξει η ανάλυσή του ή όχι, αυτό που ωθεί ή που συγκρατεί; Ή ακόμη, λόγοι, αναλόγως επαγγελματικής ρουτίνας – περιστάσεων και γιατί όχι κάποια προτίμηση για τη γνώση μάλιστα « μια μοναδική πτυχή από (την) αγάπη προς τον πλησίον»;
Ή ακόμη τι άλλο πιο μοναδικό ίδιον σ’ ένα μόνο;
Μετάφραση: Μαργαρίτα Νικολαΐδου
…
1. Télévision, Seuil, paris 1973, p. 50
2. Autres écrits, Etourdit p. 572
3. L’étourdit, Autres écrits, Seuil, Paris, 2001 p 493
4. «Préface à l’édition anglaise du séminaire XI», Autre écrits, op. cité, p. 572