Ντομινίκ Φίνγκερμαν

«Το σύμπτωμα ιδρύει την τάξη από την οποία επαληθεύεται η πολιτική μας (Λακάν)1
Η αυτοκρατορία της επιστήμης και η πολιτική επέκταση της ρητορείας της αναγγέλλουν ασταμάτητα την πρόοδο της προόδου που καθιστά τα συμπτώματα της έλλειψης στο είναι [du manque-à-être] και της δυσφορίας του είναι [mal – être] σε απλά δείγματα -σημεία διαταραχής της τάξης ενός πολιτισμού, που από την άλλη κάνει τα πάντα για να εξαλείψει ό, τι αλλόκοτο στοιχειώνει τα φώτα της πόλης. Ας μην αποθαρρυνόμαστε, αφού για μας είναι ολοφάνερο ότι η δική μας ηθική, «η πράξη της θεωρίας», δεν συμμετέχει σε τέτοιου είδους πρόοδο. Πράγματι, η γνώση του ψυχαναλυτή είναι μία γνώση «που δεν δύναται αλλά, η γνώση της αδυναμίας ιδού αυτό που ο ψυχαναλυτής, μέσα σε μια προοπτική, προοπτική που δεν θα χαρακτήριζα προοδευτική, ιδού αυτό που ο ψυχαναλυτής θα μπορούσε να διαδώσει» βεβαιώνει ο Λακάν.2
Ας μην αποθαρρυνόμαστε, αντίθετα, κάτι τέτοιο κάνει ακόμα πιο επείγουσα την ηθική μας ευθύνη που ο Λακάν για άλλη μια φορά θύμισε στην Διάλεξη της Γενεύης για το σύμπτωμα : «Δεν θα ήταν κακό να δώσει ο αναλυτής ένα κάποιο δείγμα ότι γνωρίζει τι κάνει» 3. Μία τέχνη που στηρίζεται σε κάποια γνώση. Μία τεχνογνωσία (savoir faire) που υπολογίζει το Πραγματικό.
Αλλά, εάν, τους καιρούς αυτούς της «μανίας για ίαση», μπορούμε και οφείλουμε να καταθέσουμε κάτι, αυτό είναι η επιχείρηση μας -σύμπτωμα, η επέμβασή μας πάνω στο σύμπτωμα, με το σύμπτωμα, για το σύμπτωμα. Πράγματι, από τις βασικές αρχές της εμπειρίας μας, το σύμπτωμα παρουσιάζεται ως το συστατικό της ίδιας της επέμβασης της ψυχανάλυσης και την εγκαλεί από την αρχή ως το τέλος. Αυτό είναι « το άλμα του φροϊδικού εγχειρήματος. – παρατηρεί ο Λακάν – Εγχείρημα που διακρίνεται με το να εκφράζει καθαρά το καθεστώς του συμπτώματος μαζί με το δικό του, διότι αποτελεί το πραγματικό εγχείρημα του συμπτώματος, και με τις δύο έννοιες του.»4
Δεν πρόκειται για μια διακήρυξη πολέμου κατά του καπιταλιστικού λόγου, αλλά για μια πολύ δύσκολη παρτίδα που παίζεται εδώ, όπου στρατηγική, τακτική και πολιτική5 συμβάλλουν στο να αποδώσουν στο σύμπτωμα το πολιτικό του αντίκτυπο, την «επαναστατική του απήχηση»: «Δεν υπάρχει διαφορά από τη στιγμή που ξεκινά η αναμέτρηση ανάμεσα στο υποκείμενο που επιδίδεται στην ανατροπή μέχρι να παραχθεί το μη ιάσιμο εκεί όπου η πράξη βρίσκει το τέλος της, και σε ό,τι από το σύμπτωμα αποκτά επαναστατική απόχρωση».6
Από την αρχή έως το τέλος της ανάλυσης, αυτό που αποτελεί το διάνυσμα της θεραπείας, την κατεύθυνσης της (λογικής) διαδικασίας της και της εμπειρίας της (που περιλαμβάνει το Πραγματικό) είναι μία πολιτική του συμπτώματος, σε τρεις πράξεις. Η παρουσίαση των τριών αυτών πράξεων πάνω στην ψυχαναλυτική σκηνή συνεπάγεται μία επεξεργασία της σχέσης ανάμεσα στο καθολικό του ευνουχισμού και το ιδιαίτερο της λύσης της εξ –ύπαρξης ek-sistence. Το sinthome- σύνθωμα είναι το όνομα του αθεράπευτου της δομής: αρχικός αποχωρισμός του υποκειμένου («απάντηση του πραγματικού») pas-tout –μη όλου, αλλοτροιωμένου από την ταύτιση με τον Άλλο και με τους ομοίους του. H πολιτική αυτή εξαρτάται από εκείνον τον δρώντα – εκείνο που κάνει την επέμβαση, δηλαδή από την πράξη, την επιθυμία, το λόγο, εν τέλει τη λειτουργία του «αναλυτή» : « Ο ψυχαναλυτής στα σίγουρα κατευθύνει τη θεραπεία», προειδοποιεί ο Λακάν στο κείμενο του 1958, και επεξηγεί : « μία κατεύθυνση της θεραπείας που ορίζεται … σύμφωνα με μία διαδικασία η οποία, από την αναδιάρθρωση των σχέσεων του υποκειμένου με το πραγματικό, πηγαίνει στην ανάπτυξη της μεταβίβασης, μετά στην ερμηνεία».7
Διαδικασία σε τρεις χρόνους, που μπορούμε να τους διατάξουμε σαν τρεις λογικούς χρόνους της επιχείρησης πάνω στο Πραγματικό του συμπτώματος, το οποίο, ξεκινά από το παράπονο για την απουσία νοήματος, προχωρά εξερευνώντας το υποτιθέμενο νόημά του μέχρι να αποσπάσει- εξάγει το γράμμα του – ο αριθμός στερείται νοήματος – πρωτογενές σημείο της αερολογίας της νεύρωσης και των κύκλων και παρακαμπτήριων διαδρομών του ελεύθερου συνειρμού.
Στιγμή του οράν : η είσοδος στην ανάλυση – ένα σύμπτωμα «ανόητο» διακινδυνεύει να υποταχθεί σε ένα δεσμό, εξ αφορμής μιας υπόθεσης, εικασίας, ανατροπής του υποκειμένου, και το σύμπτωμα-αντιρρησίας μετατρέπεται σε σημαίνον της μεταβίβασης, το οποίο αρχίζει να αναπαριστά το υποκείμενο: «αναδιάρθρωση των σχέσεων του υποκειμένου με το Πραγματικό».
Ο χρόνος κατανόησης: «να επιδίδεσαι στην ανατροπή μέχρι να παραχθεί το μη ιάσιμο». Τα ξεδιπλώματα της πορείας του υποκειμένου που υποθέτει ότι γνωρίζει, από τη στιγμή που ξεκίνησε, εξερευνούν το νόημα που έχει το σύμπτωμα μέσα στην εμπειρία της νεύρωσης της μεταβίβασης. Χρόνος κατανόησης αυτού που, επί της αρχής, δεν γίνεται κατανοητό, και θα προκύψει μία διπλή εξαγωγή του ακατανόητου.
Στιγμή της κατάληξης : από την εποχή του Φρόυντ, η ερμηνεία αποτελεί τη βασική αρχή χειρισμού του συμπτώματος, χειρισμού της πολιτικής του τέλους της ανάλυσης, στο βαθμό που είναι «διαθέσιμη στο να ικανοποιήσει το αλληλοδάνειο[l’entreprêt]. Κάτι που επιμένει από καθαρή απώλεια…» 8 : Η ερμηνεία οδηγεί στο αποχωρισμό.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΣ . ΠΡΑΞΗ Ι
Εδώ πρόκειται για «το πέρασμα από μια πολιτική της στρουθοκαμήλου σε μία πολιτική που προσανατολίζεται μέσω του ασυνειδήτου» ή (το πέρασμα) από το σύμπτωμα ως διαταραχή σε μία διευθέτηση του συμπτώματος αναγνωρισμένου ως σύμπτωμα. Πριν από την αρχή μιας ανάλυσης τα συμπτώματα είναι εκδηλώσεις τρελές, αταίριαστες, ανάρμοστες, πολιτικώς εσφαλμένες, ανομολόγητες, εκτός νοήματος που δυσχεραίνουν το νόημα της ζωής και ενοχλούν το κοινό αίσθημα. Αναστατώνουν, παρεμποδίζουν, βάζουν σε δοκιμασία το σώμα, τη σκέψη και με όλες τις παρεκτροπές τους έχουν αντίκτυπο στα της ζωής (μητέρα, πατέρα, σύζυγο, προϊστάμενο, χρήματα, σπίτι, έλλειψη χρόνου, τύχης, παιδιών, συντρόφου, σεξουαλικής ζωής, υπερβολικά πολλά παιδιά, πολύ σεξ κλπ…: «τα συμπτώματα… είναι καταστροφικές πράξεις ή αν όχι, τουλάχιστον ανώφελες, πράξεις που επιτελούμε με απέχθεια και που συνοδεύονται με ένα δυσβάσταχτο και βασανιστικό αίσθημα».9
Με την είσοδο στην ανάλυση, το αδιαπραγμάτευτο του συμπτώματος που στερείται νοήματος θέτει ερωτήματα και δημιουργεί δεσμό : συμπεριλαμβάνει τον αναλυτή. Το «άλμα της φροϊδικής επέμβασης», το θράσος της, πρέπει να αναπαράγεται σε κάθε είσοδο σε ανάλυση. Είναι ένα άλμα που ανατρέπει την κατάσταση αδυναμίας mal-etre, που από δυσλειτουργία, κατάσταση «αλλόκοτη” βαριά και περιοριστική, αλλάζει και γίνεται ερώτημα που αφορά το υποκείμενο μέσα από μια εικασία νοήματος που γρήγορα επιτρέπει μια κάποια ελαφράδα. Έτσι η εξωτερική μορφή «ο τρόπος εκδήλωσης του περιεχομένου κάθε συμπτώματος» επιτρέπει την είσοδο στον «πιο κρυμμένο πυρήνα… και μας αποκαλύπτει συγχρόνως ένα σημαντικό κομμάτι από το μυστήριο της νεύρωσης».10
«Δεν υπάρχει αμφιβολία», λέει απλά ο Λακάν το 1975 «όποιος κι αν έρθει να μας παρουσιάσει ένα σύμπτωμα το πιστεύει, Τι σημαίνει αυτό; Αν μας ζητήσει τη βοήθειά μας, είναι γιατί πιστεύει ότι το σύμπτωμα μπορεί κάτι να λέει, που χρειάζεται μόνο να το αποκωδικοποιήσουμε».11 Η πίστη στο σύμπτωμα αποτελεί το πρώτο βήμα για να αρχίσει μια ανάλυση.
Οι πρώτες συναντήσεις μ΄ έναν αναλυτή έχουν πάντοτε αντίκτυπο, έχουν ένταση και μια πιεστική ανησυχία που δεν είναι ακόμη σαφής. Υπάρχει σε εκκρεμότητα κάτι το αδιαπραγμάτευτο, κάτι το μοναδικό. Οι σημαίνουσες αλυσίδες που ξεδιπλώνονται μπροστά μας, έχουν ανάμεσα τους κάτι που πλανάται και που, με διάφορους τρόπους, κάνει επίκαιρη μία διαίρεση, μία διαφωνία ανάμεσα στην εκφορά και σ’ αυτό που εκφέρεται και που δείχνει κάτι από το «ατομικό». Υπάρχει ένα λέγειν που διαφαίνεται μέσα από μια κάποια υποκειμενική αδιαφάνεια.
Κάτι ενεστωποιείται στο συναίσθημα και στη φωνή – αποστασιοποιημένη ή απρόθυμη, δυνατή ή διστακτική – κάτι που προσπαθεί να μιλήσει, που μετασχηματίζει την αγωνία σε εκφερόμενα, τα οποία ήδη περιλαμβάνουν τον αναλυτή και τη γνώση που υποτίθεται πως έχει για το αίνιγμα της δικιάς του επιθυμίας «τι είναι αυτό που θέλει;» Ο αναλυτής κάνει την είσοδό του αποδεχόμενος την ακατάληπτη αυτή έκφραση και με την είσοδό του ξεκινούν τα δύο μέρη της μεταβίβασης: η εικασία μιας γνώσης σχετικά με το αίνιγμα του υποκειμένου που αναπαρίσταται μ’ αυτόν τον τρόπο και παρουσιάζεται μ’ αυτή τη ρητορεία/αξίωση, και από την άλλη η λειτουργία του αντικειμένου, δηλαδή ενός πράγματος που είναι ήδη εκεί και που δεν υποκειμενοποιείται, ούτε γίνεται κατανοητό, αλλά που τίθεται σε αμφισβήτηση.
Η μετατροπή του παράπονου σε αναλυτικό/αναλύσιμο σύμπτωμα, όπου το υποκείμενο θα διερωτηθεί και θα εκτεθεί, δεν πρόκειται να επιτευχθεί εάν ο αναλυτής με το που εισέρχεται στο πεδίο δράσης, δεν λάβει υπόψη του την ιδιαίτερη αυτή επίδειξη του αδιαπραγμάτευτου, «η ουσία της ψυχαναλυτικής θεωρίας είναι ένας λόγος χωρίς λόγια».12 Ο αναλυτής, από την αρχή, δεν παρουσιάζεται ως συνένοχος – συνεργός στο νόημα, αλλά ως σύντροφος του θεμελιώδους αινίγματός του. Το παράδοξο της πράξης του αναλυτή είναι ήδη σε λειτουργία, από μια πλευρά, σιωπηλά, προσλαμβάνει αυτό «Που λέμε» [qu’on dise] «ανεξιχνίαστη απόφαση του είναι»14, το αδιαπραγμάτευτο ιδιαίτερο σημείο εκκίνησης της εκφοράς του λόγου, αλλά από την άλλη, προσεκτικός, συμφιλιωτικός, ελευθερώνει το χαλινάρι των εκφορών των οποίων το διάνυσμα φέρεται από το υποκείμενο που υποθέτει ότι γνωρίζει. [sujet suppose savoir]
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΣ – ΠΡΑΞΗ ΙΙ : ΟΙ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
Μπορεί η ψυχανάλυση να ξεκινά με μια απρόσμενη εμφάνιση του μη-νοήματος, συνεχίζει όμως σαν μια «πρακτική νοήματος»: το μη-νόημα με το να γραπώνεται στο αίνιγμα του αναλυτή (στην επιθυμία του) δημιουργεί δεσμό και αλυσίδα. Η παρουσία του αναλυτή, η στάση του, [«στάση του ασυνειδήτου»], τοποθέτηση της γνώσης ως ασυνείδητο, ενεργοποιεί τον ελεύθερο συνειρμό όπου το νόημα απελευθερωμένο απευθύνεται σε ένα συμπαίκτη «που ενδέχεται να αποκριθεί», ώστε η πορεία αυτή να καταλήξει σε ό, τι «καλύτερο μπορούμε να ελπίζουμε για μια ανάλυση»15 και όχι στο χειρότερο.
Η πρακτική αυτή του νοήματος – από το συμβολικό στο πραγματικό νόημα – ξεκινά από το μη-νόημα του συμπτώματος, ξεδιπλώνεται στα διάφορα νοήματα των συμπτωμάτων που η μεταβίβαση υποστηρίζει και στο τέλος της διαδρομής καταλήγει να εξάγει το πρωταρχικό εκτός-νόηματος [hors sens] της ενδεχόμενης αρχέγονης σωματο ουσίας.
Η πρακτική αυτή – χρόνος της κατανόησης – προσδίδει αμέσως στο ψευδές[falsus] του συμπτώματος μία αξία αλήθειας: «η οποία αναπαριστά την επιστροφή της αλήθειας μέσα στη ρωγμή μιας γνώσης»16. Από το σημείο αυτό, ενώ η νευρωτική στρατηγική προσανατολίζεται στο διάνυσμα «Της» αλήθειας, η κατεύθυνση της ανάλυσης θα προκύψει σε τρεις διαστάσεις της αλήθειας, την οποία θα αποσυναρμολογήσει η δοκιμασία της μεταβίβασης.
- Προς την κατεύθυνση της ψεύδουσας αλήθειας:
Το έργο συγκρότησης του χρόνου για την κατανόηση, ακολουθεί τις ποιητικές οδούς της μεταφοράς και της μετωνυμίας, έργο «σαγηνευτικό» που παρέχει στον ασθενή που υπομένει, όλα τα δυνατά θέλγητρα στο σημείο να μετασχηματιστεί σε μια χρονοβόρα εργασία (ένας υπομονετικός συμπαίκτης, συγκαταβατικός, που επιτρέπει να σωθούμε από την ανοησία του συμπτώματος με καλή συντροφιά!)
Το έργο του ελεύθερου συνειρμού (όχι χωρίς τον αναλυτή) συνεχίζει, με την αναζήτηση της κρυμμένης αλήθειας του συμπτώματος, επίπονο έργο αποκωδικοποίησης που αντί να ολοκληρώσει την αλήθεια με την γνώση, την διασπά με μία γνώση άγνωρη [insu], που θα την απο-καλύψει λίγο λίγο ως μη –όλη [pas-toute]. Όσο πιο πολύ προχωράμε τόσο και μένει ανολοκλήρωτη, έρχεται σε αντίφαση, σε αμφιλογία, σίγουρα αποκαλύπτεται αλλά σαν να είναι «αερολογία» [elucubration] («έργο επίμονο, σπέκουλα, θολό τέχνασμα», σύμφωνα με το Λεξικό Houaiss).17 Oι μυθοπλασίες αυτές της αλήθειας κατασκευάζονται σιγά σιγά, μέχρι να μας γίνει φανερό από τη μια μεριά η ασυναρτησία τους, και από την άλλη, η φαντασιακή συνέπεια που σφραγίζει την ψευδόμενη αυτή αλήθεια.
Με κατασκευές και αποδομήσεις, ο χρόνος της κατανόησης, εξασφαλίζει κάποια θεραπευτικά αποτελέσματα με το να ενοχλεί, να αποσυντονίζει, να «τεμαχίζει» το σύμπτωμα, που έχει αποκρυσταλλωθεί ως πεπρωμένο της νεύρωσης. Η κατασκευή όμως της φαντασίωσης δεν είναι όλα όσα βιώνονται κατά τη διάρκεια της εμπειρίας όπου αποσυνδεόμαστε από το νόημα, αποδεσμευόμαστε, το ξεφορτωνόμαστε σαν να ήταν σαβούρα.
2 – Προς την κατεύθυνση της αλήθειας της δομής: το αδύνατο Πραγματικό.
«Η ψυχανάλυση, τι είναι;» – ρωτάει ο Λακάν για άλλη μια φορά το 1972 – «Είναι ο εντοπισμός αυτού που εκλαμβάνουμε ως κάτι το θολό, που θολώνει στην κατανόηση, εξ αιτίας ενός σημαίνοντος που έχει σημαδέψει το σώμα». Οι θεωρητικολογίες – αυτό το θολό που κατανοούμε – προέρχονται από ένα πρωταρχικό γεγονός «ένα σημαίνον που έχει σημαδέψει το σώμα».20
Με ποιον τρόπο επιτυγχάνεται ο εντοπισμός του πρωταρχικού σημείου του συμπτώματος, το «εκτός-νόμου» του νοήματος, στα πηγαινέλα του ελεύθερου συνειρμού, που είναι κατ’ αρχήν, μία πρακτική ομιλίας προσανατολισμένη από την αλήθεια και προς την έρευνα του χαμένου νοήματος με οποιοδήποτε τίμημα;
Λακάν, στο σεμινάριο Le savoir du psychanalyste [ Η γνώση του ψυχαναλυτή, 1972] αναγγέλλει δύο ορίζοντες του σημαίνοντος: το υλικό/μητρικό από τη μία, και από την άλλη το μαθηματικό. Θα πρέπει να θυμίσουμε με την ευκαιρία πως ο ορίζοντας είναι εξ ορισμού κάτι στο οποίο δεν έχουμε πρόσβαση, αλλά που προσδιορίζει μία κατεύθυνση. Οι δύο ορίζοντες προσδιορίζουν την κατεύθυνση της αναλυτικής αγωγής και την αναλυτική επεξεργασία του συμπτώματος: το πραγματικό ως αδύνατο και το πραγματικό ως ex-sistence εκτός – ύπαρξης.
O μαθηματικός ορίζοντας του σημαίνοντος προσανατολίζει τη λογική οδό της ψυχανάλυσης, την οδό της απόδειξης της αλήθειας της δομής: «δεν υπάρχει σεξουαλική σχέση». Το μαθηματικό διάνυσμα του σημαίνοντος είναι το διάνυσμα που περιορίζει την σημαίνουσα άρθρωση (S1-S2)21 στο διατεταγμένο ζεύγος της θεωρίας των συνόλων: <S1, S2>, και τη σειρά των λεγομένων σε μία ατέλειωτη σειρά +1+1+1.
( S1—-> S2 = (S1(S1(S1(S1—-> S2).
H υπόθεση ότι ένα σημαίνον αναπαριστά ένα υποκείμενο για ένα άλλο σημαίνον περιορίζεται, στο τέλος, σε μία σειρά από επαναλαμβανόμενα Ένα, των οποίων ο ορίζοντας είναι μία γνώση S2, απλησίαστη στη σειρά των Ένα που είναι πάντα και ακόμη εκτός βολής του σημαίνοντος, εν-σώματι [en corps συνηχεί στα γαλλικά με το encore ακόμη].
Με την (λογική) αυτή προοπτική, η οδός του ελεύθερου συνειρμού αποδεικνύει «μία βαθιά λογική ανεπάρκεια» (δεν δύναται να προσεγγισθεί το 2) επιτρέπει όμως να αγγίξουμε σε εφαπτόμενη την καθολική αλήθεια του «δεν υπάρχει σεξουαλική σχέση», αλήθεια μη ιάσιμη που είναι ιδιαίτερη στην καθεμία των ιδιαίτερων περιπτώσεων του καθολικού αυτού νόμου.
To αναποφάσιστο που συνεπάγεται η λογική ανεπάρκεια του μαθηματικού διανύσματος της εμπειρίας του ελεύθερου συνειρμού καταδεικνύει το γεγονός ότι δεν υπάρχει λογικό συμπέρασμα για μιαν ανάλυση, υπάρχει μία απόφαση: είτε μέσω μιας ιδιαίτερης λύσης επικυρωμένης σαν εισιτήριο εξόδου από την ανάλυση είτε αντίθετα μέσω της αρνητικής θεραπευτικής αντίδρασης22, είτε ακόμη με το να τείνει στο άπειρο η πρακτική του νοήματος. Συνεπώς ηθική επιλογή, με πολιτικές συνέπειες.
- Προς την κατεύθυνση της «αλήθειας» του Υπάρχει κάτι από Ένα – πραγματική εκ -ύπαρξη ex-sistence:
O υλικός και μητρικός ορίζοντας του σημαίνοντος διαλύει τη λογική του σημαίνοντος που αναπαριστά το υποκείμενο για ένα άλλο σημαίνον κλπ. Αντί να καταδειχθεί και να αποδειχθεί αυτό που δεν υπάρχει, η οδός αυτή επιτρέπει να δείξουμε αυτό που υπάρχει: υπάρχει το Ένα, θα έπρεπε όμως να προστεθεί και η φωνή.
Η εικασία του νοήματος σκαλώνει πάνω σε ένα όριο και πάνω στο πραγματικό ως αδύνατο, η παρεμβολή του κακού που ακούγεται [mal entendu] μέσα στην κατεύθυνση της θεραπείας επιτρέπει να πιασθεί το πραγματικό, εξ απήνης: να αγγίξεις το πραγματικό που υπάρχει στο ομιλόν [parlêtre], στο πραγματικό της ζωής, του ενός ζώντος, εκτός νοήματος. «Από τη στιγμή που μιλάμε, είναι γεγονός ότι υποθέτουμε κάτι σ’ αυτό που λέγεται… Μόνο με το γεγονός ότι μιλάμε… μπορούμε να αντιληφθούμε ότι αυτό που μιλάει, είναι αυτό που απολαμβάνει καθεαυτό ως σώμα τον εαυτό του».23
Η πρακτική της έννοιας του ελεύθερου συνειρμού παράγει το πραγματικό νόημα, δηλαδή την κατεύθυνση που έρχεται από το πραγματικό και που έχει εμφανείς επιπτώσεις, έκδηλες όχι άδηλες, στην επιφάνεια τηςγλώσσας [lalangue], επιπτώσεις πιο πολύ ποιηματικές24 από ότι ποιητικές, όπου το Ya d’l’Un εμφανίζεται [apparaît, «par-est, από -είναι»25 ] φαίνεται μέσα από τις γλωσσικές παραδρομές, τις παρανοήσεις, τα αμφιλεγόμενα (συμπυκνώσεις, συσχετισμοί ήχου και νοήματος), φαίνεται πάντοτε, αν τείνουμε το αυτί μας, μέσα από το αδιάκοπο γλίστρημα από τον ήχο στο νόημα και το αντίθετο.
Πέρα από τη «λογική» της σειράς που η συνειρμική αλυσίδα επιτρέπει να εξάγουμε εντοπίζοντας τη μη σεξουαλική σχέση, επιτρέπει επίσης και να αντηχήσει το Ya d’l’Un της lalangue μέσα στα παραπατήματα του νοήματος.
Η μια οδός δεν πάει χωρίς την άλλη: παράγοντας τη λογική [raison ] του Ενός, στοχεύεται το κενό σύνολο που μπορούμε συνεπώς να ονομάσουμε σαν Ένα, που παράγει το κούφιο26, όπου ηχεί η ηχώ μιας άλλης «λογικής αντήχησης» [«réson».27 ]
« Αν ο ψυχαναλυτής ήταν ικανός θα είχε τη θέση του στο σύνδεσμο αυτόν με το πραγματικό που έχει πολιτική επίπτωση».28
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΣ – ΠΡΑΞΗ ΙΙΙ
Ακολουθώντας την ένδειξη του Λακάν του 1958, ονομάζω « Ερμηνεία» την πράξη που αποτελεί τη συνθήκη του τέλους της ανάλυσης. Πράγματι, από την αρχή και σε διάφορες στιγμές της ανάλυσης, η τακτική της ερμηνείας, στη θεμελιώδη της διάσταση της τομής, οδηγεί μέχρι το τέλος της [ανάλυσης].
Είτε παρουσιαζόμενη ως αινιγματική επιθυμία, είτε διαταράσσοντας τη φαντασιωσική μυθοπλασία, αποκαλύπτοντας την αναζήτηση του ελεύθερου συνειρμού, κάνοντας να ακουστεί και να αντηχήσει η θεμελιώδης παρεξήγηση [mal entendu] τηςγλώσσας lalangue. H ερμηνεία λύνει το νόημα των συμπτωμάτων . Οι τακτικές αυτές ακολουθούν μία ίδια πολιτική : την παραγωγή του τέλους της υπόθεσης του νοήματος στον σημαίνον Άλλο, τον αποχωρισμό, διάσταση εξόχως πολιτική του συμπτώματος. («Ταυτότητα του χωρισμού» σύμφωνα με την έκφραση της Colette Soler).29
Η στιγμή της κατάληξης δεν αποτελεί έναν επίλογο, αλλά μία απόφαση. «Ο πίνακας, με βάζει έξω από αυτόν» λέει ο καλλιτέχνης. Όταν ο αναλυόμενος γίνει αρκετά ποίημα, αποσπάται, διακρίνεται, και από αυτιστικός (το ανόητο σύμπτωμά του) γίνεται καλλιτέχνης : sin-home, δηλαδή sin+ l’ home, δηλαδή Sin, το πρωτοπατορικό αμάρτημα, ή Δεν υπάρχει …και το συμπλήρωμά του : LOM.30 Δηλαδή από την αρχή προέλευσης, από το σημείο εκκίνησης, απόσχισης μιας χαμένης απόλαυσης : Y a d’l’Un- Υπάρχει κάτι από το Ένα. Κι έτσι κάποιες φορές μπορεί να μας κάνει να δηλώσουμε στη διαδικασία [dispositif] του περάσματος: Αυτό, είναι κάποιος! 31«This is some-body !» θα λέγαμε στα αγγλικά και θα ακουγόταν η συμμετοχή του σώματος [body] που υποστηρίζει την αξιοσημείωτη αυτή παρουσία.
Για να μην λεχθεί πως δεν αναφέρθηκα στην κλινική, θα δώσω ένα παράδειγμα από ένα γνωστό παιδικό τραγούδι:
Tout en passant par un petit bois, tout en passant par un petit bois
Περνώντας από ένα δασάκι, περνώντας από ένα δασάκι
Tout en passant par un petit bois, tout en passant par un petit bois
Tous les coucous chantaient, Tous les coucous chantaient
Et dans leur joli chant disaient: coucou, coucou coucou, coucou
Et moi, je croyais qu’ils disaient:
Coupe-lui le cou, coupe-lui le cou
Et moi je m’en coure, coure, coure
Et moi je m’en courais
Et moi je m’en coure, coure, coure,
Et moi je m’en courais toujours.
Περνώντας από ένα δασάκι, περνώντας από ένα δασάκι
όλοι οι κούκοι τραγουδούσαν, όλοι οι κούκοι τραγουδούσαν,
Και λέγανε στ’ ωραίο τους τραγούδι : κούκου, κούκου, κούκου κούκου,
Κι εγώ νόμιζα πως έλεγαν:
Κόψτου το λαιμό, κόψτου το λαιμό
Κι εγώ τόβαζα στα πόδια κι έτρεχα έτρεχα
Κι εγώ έτρεχα
Κι εγώ έτρεχα έτρεχα
Κι εγώ έτρεχα κι ακόμη τρέχω.
«Coupe-lui le cou, coupe-lui le cou”, «Κόψτου το λαιμό, κόψτου το λαιμό», είναι μια «λεκτική επινόηση», ( «εγώ, νόμιζα πως έλεγαν») με αφετηρία τηγλώσσα [lalangue]: «κούκου, κούκου, κούκου». Τυχαία συνάντηση: «Περνώντας από ένα δασάκι, όλοι οι κούκοι τραγουδούσαν», που όμως έχει σοβαρές συνέπειες συμπτώματος : «Κι εγώ coure, coure, coure [έτρεχα έτρεχα, έτρεχα]. Κι εγώ έτρεχα κι ακόμη τρέχω.» Το υποκείμενο μπορεί σε μια ανάλυση να βρει ότι έχει να κάνει κι άλλα πράγματα στη ζωή του από το να περνά τον καιρό του τρέχοντας πίσω από τον άλλον/μακριά απ ‘ τον άλλον.
Μία ψυχανάλυση μπορεί να προκαλέσει μια συνάντηση (ενδεχόμενη) με μια τεχνο γνωσία – savoir faire – διαφορετική με αυτήν την επανάληψη του σημαίνοντος από-τυπώματος εκτός νοήματος. Πολιτική του συμπτώματος.
Μετάφραση: Θώμη Νικολή
- Jacques Lacan (1971). « Lituraterre » In : Autres écrits. Paris : Seuil, 2001, p.18.
- Jacques Lacan (1971-1972). Le Séminaire – Livre XIX – Le savoir du Psychanalyste, inédit (Leçon du 4/11/1971).
- Jacques Lacan (1975). Conférence à Genève sur le symptôme, inédit.
- Jacques Lacan (1966). « Du sujet enfin en question » In : Écrits : Paris, Seuil, 1966, p. 234.
- Dominique Fingermann (2009). « Estratégia da transferência, tática do ato, política do fim » In: Revista Textura nº 8. São Paulo: DMM Gráfica, 2009, p.21.
- Jacques Lacan (1969). « Résumé du séminaire L’acte psychanalytique » In : Autres écrits. Paris : Seuil, 2001, p.381.
- Jacques Lacan (1958). « La direction de la cure et les principes de son pouvoir » In : Écrits. Paris, Seuil, 1966, p.598.
- Jacques Lacan (1973). « Télévision » In : Autres écrits. Paris : Seuil, 2001, p.545.
- Sigmund Freud (1916-1917). « Conférence XVII – Le sens des symptômes » In : Introduction à la psychanalyse. Paris : Payot, 1987.
- Ibid. p.245.
- Jacques Lacan (1974-1975). LeSéminaire XXI – R.S.I., inédit (Leçon du 21/01/1975).
- Jacques Lacan (1968-1969). Le Séminaire – Livre XVI – D’un Autre à l’autre. Paris : Seuil, 2006, p.11.
- Jacques Lacan (1972). « L’étourdit » In : Autres écrits. Paris : Seuil, 2001, p.449.
- Jacques Lacan (1972). « L’étourdit » In : Autres écrits. Paris : Seuil, 2001, p.449.
- Jacques Lacan (1971). « Lituraterre », op. cité. p.11.
- Jacques Lacan (1966). « Du sujet enfin en question », op. cité. p.234.
- Dicionário Houaiss da Língua Portuguesa(version électronique). São Paulo: Ed. Objetiva, 2009.
- .
- Jacques Lacan (1971-1972). Le Séminaire – Livre XIX – Le savoir du Psychanalyste, op. cit. (Leçon du 4/05/1972).
- Ibid
- Jacques Lacan (1968-1969). Le Séminaire – Livre XVI – D’un Autre à l’autre, op. cit.
- Dominique Fingermann (2008). « Avatares da Eficácia da Psicanálise: a Reação Terapêutica Negativa » In : Avatares do supereu. Salvador : Campo Psicanalítico, 2008.
- Jacques Lacan (1971-1972). Le Séminaire – Livre XIX – Le savoir du Psychanalyste, op. cit. (Leçon du 04/05/1972).
- Colette Soler (2003). L’en-corps du sujet (Cours 2001-2002) : Paris, Trefle Communication, 2003.
- Jacques Lacan (1972-1973). Le Séminaire – Livre XX – Encore. Paris : Seuil, 1975, p.44.
- Paul Valéry (1920). « Le cimetière marin » In : La bibliothèque de poésie (volume III). Paris : Éditions France Loisirs, 2004, p.803.
- Francis Ponge (1965). Pour un Malherbe. Paris : Gallimard, 1965, p.57.
- Jacques Lacan (1970). « Radiophonie » In : Autres écrits. Paris : Seuil, 2001, p.443
- Colette Soler (2009). L’inconscient réinventé : Paris, PUF, 2009.
- Jacques Lacan (1975). « Joyce, le Symptôme » In : Autres écrits. Paris : Seuil, 2001, p.566.
- Jacques Lacan (1970). « Radiophonie », op. cit., p.415.