Ramon Miralpeix
Πρελούδιο της Διεθνούς Συνάντησης στο Μπουένος Άιρες
Με αυτόν τον τίτλο θέλω, καταρχάς, να σημειώσω ότι το σώμα δεν υπάρχει εξαρχής. Το να έχει κάποιος ένα σώμα μοιάζει προφανές, ωστόσο, ισχύει μόνο για εκείνον που όντως έχει ένα. Το ζήτημα είναι ότι το σώμα μπορεί να επέλθει –ή όχι–, μπορεί να συσταθεί –ή όχι– από ένα σημείο όπου το νήπιο [infans][1] δεν έχει ακόμη κατασκευάσει το σώμα του.
Δεν αρκεί το να επικαλεστούμε την προωρότητα του ανθρώπινου είδους για να εξηγήσουμε αυτό το «δεν έχει ακόμη», διότι δεν πρόκειται απλά για ένα αναπτυξιακό ζήτημα.
Το νήπιο, πράγματι, δεν είναι υποκείμενο. Το υποκείμενο έχει ανάγκη να στηριχθεί σ’ ένα σώμα την ίδια στιγμή που το υποκείμενο φτιάχνει σώμα. Αλλά το υποκείμενο είναι μόνον αυτό που εκπροσωπείται από ένα σημαίνον για ένα άλλο σημαίνον, δηλαδή είναι στο εσωτερικό ενός λόγου [discours]: μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι βρίσκεται μέσα στη γλώσσα χάρη σ’ ένα λέγειν του Άλλου, δεν είναι επιλογή του και το νήπιο, σε ό,τι το αφορά, ξεκινά απ’ το μηδέν, αλλά η είσοδος στον λόγο υπόκειται στο ενδεχόμενο συναντήσεων και στην επιλογή απάντησης σ’ αυτές τις συναντήσεις, απάντησης που μπορεί να είναι ένα ναι ή ένα όχι, ή ακόμα και σιωπή. Κατά συνέπεια, το νήπιο δεν είναι υποκείμενο. Άτομο… ούτε αυτό είναι, διότι το άτομο παραπέμπει στο Ένα, στην ενότητα και στο αδιάσπαστο: είναι ξεκάθαρο ότι το άτομο απαιτεί την αναγνώριση του όντας μοναδικό κι αυτή η αναγνώριση είναι εφικτή μόνο μέσα απ’ την αλλοτρίωση–αποχωρισμό, από την οποία θα μπορέσει να υπολογιστεί ως ένας μεταξύ άλλων. Πράγματι, το νήπιο μοιάζει να είναι πιο κοντά σ’ ένα σωρό θραύσματα παρά σε κάτι μοναδιαίο. Προφανώς, το νήπιο δεν είναι, επίσης, ούτε ομιλόν [parlêtre], διότι αυτό απαιτεί την σύζευξη του σημαίνοντος (που έρχεται απ’ τον Άλλο) και της απόλαυσης (που είναι του Ενός) στην υλικότητα της ηγλώσσας. Ο όρος του οργανισμού, επίσης, ούτε κι αυτός είναι ικανοποιητικός, ούτε από την απλή του όψη, αυτή του «ζωντανού όντος», όντας το σύνολο των οργάνων του ζώντος σώματος, αλλά ούτε και ως προς την εγγύτητά του με το οργανικό, το οργανωμένο. Όπως και να είναι, αυτό που το νήπιο έχει ως σώμα, το οφείλει στο γεγονός ότι έχει αναγνωριστεί ανθρώπινο, σαν να είναι κι αυτό ένα από τα δικά μας, κάποια ομιλόντα το είδαν ως τέτοιο. Όμως, για να διευκρινιστεί περαιτέρω αυτό που η Κολέτ Σολέρ ονομάζει μια «δεύτερη γέννηση»[2], το επαναλαμβάνω, είναι απαραίτητες μια συνάντηση, καθαρή συγκυρία, και μια επιλογή. Κι εκεί αναδύεται ένα ερώτημα: από πού, σε ποιο σημείο παράγεται αυτή η επιλογή; Ακόμα κι αν αυτό το ερώτημα δείχνει απλά ότι μπορεί να επιλέξει να μην απαντήσει και να παραμείνει έτσι, εκτός της αλυσίδας, εκτός λόγου[3] –μετά απ’ όλη αυτή την δεύτερη γέννηση προϋποθέτει, ενέχει το αίτημα. Δεν γνωρίζω αν υπάρχει ένα όνομα πιο κατάλληλο από αυτό του νηπίου, αλλά λίγη σημασία έχει, αυτό που με ενδιέφερε ήταν να ξεκινήσω από την αρχή και να θέσω κάποια ερωτήματα σχετικά μ’ αυτό που είναι ένα σώμα.
Ακολουθώ το νήμα του τίτλου μου και μπορούμε να δούμε αμέσως πώς μια συνέχεια είναι αναγκαία: για να υπάρξει ένα σώμα… τί; Ποιες είναι οι αναγκαίες συνθήκες, οι οποίες είναι και ικανές; Τα λίγα που είπα μέχρι τώρα χαράσσουν ένα πλαίσιο στο «σώμα», μια θέση σε σχέση με την οποία μπορούμε να πούμε «υπάρχει όντως ένα», ότι «έχει ένα», ακόμα κι αν αυτό λέγεται, προς στιγμήν, μέσω μιας άρνησης: δεν είναι ένα υποκείμενο, δεν είναι ένα άτομο, δεν είναι ένα ομιλόν, δεν είναι μόνο ένας ζωντανός οργανισμός…, ωστόσο το σώμα έχει ανάγκη το υποκείμενο, όπως και το υποκείμενο χρειάζεται το σώμα και μπορούμε να πούμε το ίδιο πράγμα για το άτομο και το ομιλόν. Σε ό,τι αφορά στον οργανισμό που εγκαλεί το ζωντανό, δεν πάει μόνος του, διότι η πρώτη γένεση ενέχει το ανθρώπινο περιβάλλον όπου παράγεται, τον Άλλον της γλώσσας για τον οποίο αυτός ο οργανισμός, ήδη νήπιο έρχεται να καταλάβει τη θέση ενός κρίκου στην αλυσίδα των γενεών, για την οποία έχουμε ήδη πει πολλά.
Βρισκόμαστε τώρα στο πέρασμα από την πρώτη στη δεύτερη γέννηση –ο αυτιστικός μοιάζει σαν να πάγωσε σ’ εκείνη τη στιγμή. Δεν έχω εμπειρία στην εργασία μου με τα νήπια που γίνονται υποκείμενα παιδιά μετά απ’ αυτή την δεύτερη γέννηση[4], αλλά περισσότερο στην κλινική με τους μικρούς αυτιστικούς του Κάνερ ή τους «πρωτοτυπικούς» [5] κι αναρωτιέμαι σε σχέση με τη χρήση ορισμένων εννοιών και της συνάφειας τους: σκέφτομαι για έννοιες όπως η ενόρμηση, το αντικείμενο (π.χ. στον αυτιστικό, μιλάμε για συγκράτηση του αντικειμένου φωνή[6] ή για αυτιστικό αντικείμενο) ή η απόλαυση. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι όροι εμπεριέχονται πάντα στο σημασιολογικό πεδίο του υποκειμένου και η χρησιμοποίηση τους μας δυσκολεύει στο να σκεφτούμε, στην ιδιαιτερότητα τους, τα φαινόμενα που παρατηρούμε όταν δουλεύουμε με αυτιστικούς. Πράγματι, εκείνη τη στιγμή ανάμεσα στις δύο γεννήσεις, ούτε το πραγματικό ούτε και το εικονοφαντασιακό έχουν τρυπηθεί από το συμβολικό[7]. Επομένως, δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ενόρμηση, εφόσον δεν υπάρχει αρθρωμένο αίτημα, ούτε για αντικείμενο (όχι αντικείμενο της ενόρμησης[8], της επιθυμίας, ή αντικείμενο αίτιο) ούτε και για απόλαυση («η απόλαυση είναι κάτι το ικανό, σίγουρα, αλλά τροποποιημένο από την εγχειρηματικότητα του σημαίνοντος» [9]). Μπορεί κάποια από τα ερωτήματα που ανοίγονται σ’ αυτό το πρελούδιο να βρουν τον δρόμο τους κατά την συνάντηση μας.
Ραντεβού σύντομα στο Μπουένος Άιρες.
Μετάφραση από τα γαλλικά: Μαρία Κουκουμάκη
…
[1] Επιλέγω τον όρο infans, λόγω της λατινικής ετυμολογικής του προέλευσης, αυτός ο όρος διαμορφώνεται από το πρόθεμα in που μαρτυρά την άρνηση αυτού που ακολουθεί και fāns, μετοχή του ρήματος for που σημαίνει μιλώ, λέω. Το infans είναι λοιπόν «εκείνο που δεν μιλά –ακόμη–» ή ένα «δίχως λέγειν». [ΣτΜ. Και στα ελληνικά η λέξη νήπιο έχει την αντίστοιχη σημασία: νε (στερητικό) και έπος= εκείνος που δεν μπορεί ακόμα να μιλήσει].
[2] Soler, C. L’en–corps du sujet, [Μάθημα 2001–2002], εκδόσεις του Λακανικού Πεδίου, σελ. 104.
[3] Αυτό το βλέπουμε καθαρά στον αυτισμό, όπου το «εκτός λόγου» παρουσιάζεται με τη μορφή ενός δίχως–γραμματική, πράγμα έκδηλο στις μορφές επικοινωνίας τις οποίες ο αυτιστικός μπορεί να χρησιμοποιήσει (πηγαίνοντας από τα λεκτικά σημεία –όπως οι διάφορες ηχολαλίες– στη χρησιμοποίηση εικόνων, περνώντας από τα σημάδια στο σώμα).
[4] Αυτή η γέννηση είναι ταυτόχρονη μ’ εκείνη του Άλλου (διαγραμμένου) και με του σώματος, τόσο σε σχέση με τη διάσταση ηπείρου –της φαντασιακής ενότητας– όσο και με τη διάσταση της απολαμβάνουσας ουσίας, ταξινομημένης στο ενορμητικό μηχανοστάσιο από τον φαλλό.
[5] Laurent Mottron, L’intervention précoce pour enfants autistes, εκδόσεις Mardaga, Βρυξέλες, 2016. Ο Mottron διαχωρίζει και αντιπαραβάλλει έναν πρωτοτυπικό αυτιστικό που πλησιάζει πολύ σ’ αυτό που περιέγραψε ο Κάνερ, ενός αυτισμού συνδρομικού που συνοδεύεται από μια ποικιλότητα γενετικών ή νευρολογικών παθήσεων. Τα ευρήματα του είναι ενδιαφέροντα παρά τις προκαταλήψεις του ενάντια στην ψυχανάλυση σχετικά με τη θεραπεία των αυτιστικών.
[6] Ζαν– Κλωντ Μαλεβάλ, Ο αυτιστικός και η φωνή του, εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα, 2016 (μεταξύ άλλων).
[7] Πράγματι, όταν σκεφτόμαστε τη ζωντανή εμπειρία με τους αυτιστικούς στο φως αυτών των τριών διατάξεων, τίθενται κάποια προβλήματα. Για εμάς είναι αδύνατο να σκεφτούμε ένα πραγματικό που να μην είναι τρυπημένο, οριοθετημένο από ένα εικονοφαντασιακό και ένα συμβολικό, που να είναι ικανοποιητικά σφικτά. Και είμαστε έτσι μάρτυρες ενός άγριου πραγματικού, που δεν έχει τίποτε το «εξημερωμένο» ή το εκπολιτισμένο, ακόμα και όταν μπορούμε να διακρίνουμε κάποια συμβολικά εικονοφαντασιακά στοιχεία –όπως εκείνα που ήδη έχω ονομάσει ως τα «διαγώνια κύτταρα», που έχουν κατασκευαστεί από δύο, τρία, ή ακόμα περισσότερα στοιχεία που δεν μπορούν να σχηματίσουν σημαίνουσα αλυσίδα μέσα στη δομή, δηλαδή δίχως να υπάρχει πέρασμα στη συμβολοποίηση. Παρά την απουσία συμβολοποίησης αυτά τα «διαγώνια κύτταρα» και κάποια αυτιστικά μοντάζ καταφέρνουν να βάλουν φραγμό και να κάνουν ψευδή τρύπα σ’ αυτό το πραγματικό, του οποίου η ρήξη, δίχως αυτόν τον φραγμό, εκφράζεται κατά περίπτωση με την μορφή του άγχους, του τρόμου, του ανυπόφορου και γενικά μέσω μιας σημαντικής αδυνατότητας να μπουν σε μια σχέση με τους όμοιούς τους: έτσι, βλέπουμε καλά πως αυτή η αδυνατότητα δεν μπορεί να παρακαμφθεί παρά μόνο κατά αβέβαιο και κατακερματισμένο τρόπο.
[8] Πράγματι, δεν μπορούμε να μιλάμε για «μοντάζ» της ενόρμησης, αντ’ αυτού βλέπουμε άλλα μοντάζ. Μερικά είναι ενίοτε συνδεδεμένα με τρύπες του σώματος και άλλα μπορούν να συνδεθούν με κυκλώματα των οποίων η αρχή και το τέλος είναι συνδεδεμένα με την ευαισθησία άλλων ζωνών.
[9] Colette Soler, Humanisation ? [Μάθημα 2013–14], εκδόσεις του Λακανικού Πεδίου.