Ricardo Rojas
Πρελούδιο της Διεθνούς Συνάντησης στο Μπουένος Άιρες
Πριν από δύο χρόνια, προσπαθούσα να σκεφτώ, για το Ραντεβού, εκείνες τις πρακτικές που δεν λαμβάνουν χώρα στην ταυτόχρονη παρουσία δύο ανθρώπινων οργανισμών στον ίδιο ατμοσφαιρικό χώρο (διάστημα), πρακτικές που, τότε, λάμβαναν χώρα στη σιωπή, γεγονός που τις υποβάθμιζε σε μια πράξη χωρίς δυνατότητα θεωρητικής διατύπωσης. Φαινόταν να επρόκειτο για μια ανομολόγητη αίρεση, ένα ελαφρύ αμάρτημα που διαπράττεται μόνο σε ορισμένες περιστάσεις. Εκείνη την εποχή, μου φάνηκε σημαντικό να προβληματιστώ σχετικά με την αντίληψη του σώματος που περιλαμβάνεται στο ομιλόν, για την ψυχανάλυση, και πώς αυτό το είδος πρακτικής επηρέασε την ανάπτυξη των θεραπειών.
Σήμερα, βγαίνουμε ίσως από την πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα υποχωρούν- με την υποκειμενική αίσθηση ότι ο χρόνος έχει σταματήσει εδώ και δύο χρόνια, βρίσκω τον εαυτό μου να σκέφτεται το ίδιο πράγμα. Αλλά υπάρχει μια διαφορά, πριν από δύο χρόνια υπήρχε μια προκατάληψη πάνω από το κεφάλι μου. Δεν πίστευα ότι ήταν δυνατόν να γίνουν αυτές οι τροποποιήσεις στο setting [διάταξη], ειδικά καθώς η ανάλυσή μου και ένα μέρος της πρακτικής μου, αντιμέτωποι με τη δυσκολία της απόστασης μεταξύ των τόπων διαμονής του αναλυτή και του αναλυόμενου, είχαν επιλυθεί με μαραθώνιες συνεδρίες σε σύντομο χρονικό διάστημα, προκειμένου να διατηρηθεί η ταυτόχρονη παρουσία των ανθρώπινων οργανισμών, απαραίτητη προϋπόθεση για την πρόοδο μιας ανάλυσης. Ο αναλυτής μου το έκανε αυτό και το ίδιο έκανα κι εγώ. Οι πιο γνωστοί αναλυτές της σχολής μου, όταν αντιμετώπιζαν αιτήματα κατά τη διάρκεια των ταξιδιών ανταλλαγής, πρότειναν, για παράδειγμα: «Ελάτε στο Παρίσι για να συνεχίσετε την ανάλυσή σας«. Έκτοτε, η ανάλυση με άλλα μέσα ήταν αδιανόητη για κάποιους από αυτούς.
Η καραντίνα, ως μέτρο για τη μείωση της εξάπλωσης της πανδημίας, ανάγκασε τους ψυχαναλυτές να κλείσουν τα γραφεία τους και τις συναντήσεις δια ζώσης. Θα έλεγα ότι υπήρχαν διάφορες αντιδράσεις σε αυτή την κατάσταση:
Όπως πάντα, υπήρχε η εμφάνιση των ορθόδοξων, οι οποίοι, με το πρόσχημα της ψυχικής υγείας, συνέχισαν να θεραπεύουν τους ασθενείς τους και οπλίστηκαν με όρκους του Ιπποκράτη για να δικαιολογήσουν τους κινδύνους της έκθεσής τους.
Εμφανίστηκαν εκείνοι που δικαιολόγησαν την υποχρέωση υποστήριξης των «επειγόντων περιστατικών«, ορισμένοι από τους οποίους άλλαξαν το setting [διάταξη] για να παρέχουν φροντίδα με άλλα μέσα και, δεδομένης της παράτασης των μέτρων περιορισμού, αποφάσισαν να μην δώσουν την εφάπαξ βοήθεια του «επείγοντος περιστατικού» αλλά, να υποστηρίξουν τη μεταβίβαση, όπως είπαν, να το κάνουν εικονικά – με την ελπίδα ότι η διαδικασία θα μπορούσε να συνεχιστεί όταν αρθούν τα υγειονομικά μέτρα, τα οποία, ήλπιζαν, ότι δεν θα διαρκούσαν πολύ.
Εμπειρικοί ερευνητές εμφανίστηκαν, οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία που αποκλείει έναν από τους όρους της θεραπείας, πρότειναν να μελετήσουν τη σκοπιμότητα αυτού του είδους περίθαλψης, υποστηρίζοντας ότι μόνο αναλαμβάνοντας τα περιστατικά και βλέποντας την μετέπειτα εξέλιξή τους μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα για την «αποτελεσματικότητά» του όρου αυτού, πέρα από τις περιστάσεις (συνθήκες) που δημιουργούνται από την υποχρέωση. Υπήρχε όμως μια μεταβλητή που δεν ελήφθη υπόψη: πώς θα μπορούσε να ελεγχθεί η αποτελεσματικότητα με δρώντες που δεν πίστευαν σε αυτό που έκαναν; Δηλαδή αυτούς που πίστευαν πραγματικά ότι ήταν κάτι που είχε επιβληθεί, αλλά μόνο για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, και ότι μια ανάλυση χωρίς την ταυτόχρονη ύπαρξη των οργανισμών ήταν αδύνατη; Από την αρχή, η έρευνα θα ήταν στρεβλή, και στο τέλος της υποχρέωσης, η παρατήρηση της ευτυχίας κατά την επανένωση θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια απαραίτητη μεταβλητή, παρά τις επιχειρούμενες προσπάθειες θεωρητικής διατύπωσης, κι αυτών που απλά κατέρρευσαν λόγω μιας συναισθηματικής συγκινησιακής προδιάθεσης.
Και τέλος, εκείνοι που είναι έτοιμοι να συνεχίσουν την ανάλυση παρά τη μη ταυτόχρονη παρουσία των σωμάτων και να προσπαθήσουν να σκεφτούν το ερώτημα αντίστροφα. Λες και η «λακανική πανδημία» δεν είχε εισάγει αλλαγές στο χρόνο και στη χρήση του ντιβανιού, και δεν μας είχε επιτρέψει να σκεφτούμε τη θέση του χρόνου των συνεδριών στην ανάλυση και το γεγονός ότι μια ανάλυση δεν γίνεται με τη χρήση του ντιβανιού. Με άλλα λόγια, η μη ταυτόχρονη φύση των οργανισμών μας επιτρέπει να σκεφτούμε τα εικονοφαντασιακά με τα οποία καταλήγει να επενδύεται αυτή η κατάσταση, τους μύθους που κατασκευάζονται από μια πρακτική που προσκολλάται στη χρήση της, και ό,τι απομένει από το πραγματικό όταν αντιμετωπίζει την τρύπα της απουσίας του. Ποια είναι η αιτιώδης συνάφεια αυτής της ταυτόχρονης παρουσίας των οργανισμών για την ανάπτυξη της Θεραπείας; Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το αίτιο στην ψυχανάλυση δεν είναι αυτό του επιστημονικού μοντέλου, όπως ισχυρίζονται οι ερευνητές που αναφέραμε προηγουμένως, οι οποίοι καταλήγουν να αποκλείουν το υποκείμενο από το ασυνείδητο.
Ειδικά για μένα, αυτή η απουσία με έφερε σε επαφή με ορισμένα σημεία της διδασκαλίας του Λακάν:
«(…) αυτό είναι μόνο ένα αποτέλεσμα, αυτό το είδος… … μυρωδιάς αλήθειας στην ανάλυση: αποτέλεσμα του γεγονότος ότι δεν χρησιμοποιεί κανένα άλλο μέσο εκτός από την ομιλία. « (1) Η ψυχανάλυση είναι το βασίλειο της ομιλίας, δεν υπάρχει άλλο φάρμακο. Ο Φρόιντ εξήγησε ότι το ασυνείδητο δεν είναι τόσο βαθύ όσο απρόσιτο για την εμβάθυνση του συνειδητού. Και είπε επίσης ότι σε αυτό το ασυνείδητο αυτό «μιλάει»: ένα υποκείμενο μέσα στο υποκείμενο, που υπερβαίνει το υποκείμενο. Η ομιλία είναι η μεγάλη δύναμη της ψυχανάλυσης (…) Έτσι η ψυχανάλυση. Όποια λειτουργία και αν θέλουμε να της αποδώσουμε, είτε πρόκειται για θεραπευτικό παράγοντα, είτε για εκπαίδευση, είτε για διερεύνηση, υπάρχει μόνο ένα μέσο που χρησιμοποιούμε: την ομιλία του ασθενούς. Και κάθε φράση/ομιλία απαιτεί μια απάντηση. (2)
Φαίνεται ότι η ομιλία σε σχέση με το λέγειν είναι το πιο σημαντικό πράγμα για το ξεδίπλωμα μιας ανάλυσης, χωρίς να ξεχνάμε τη σχέση της με την απόλαυση, ως τη θεμελιώδη αρχή της. Ο Λακάν υπογραμμίζει αυτό το σημείο δίνοντας μια πολύ ακριβή θέση στον λόγο: «ένα τέχνασμα που συνδέεται με το γεγονός ότι υπάρχει ομιλία και μάλιστα κάτι από λέγειν» ότι η ανάλυση φτάνει με μια υπόθεση, φτάνει να αναιρέσει (ξεκάνει;) μέσω της ομιλίας αυτό που έχει γίνει με την ομιλία.
Και σε σχέση με τον κόμβο:
«Στη διάκριση του λόγου που πολύ συχνά γλιστράει, αφήνει να γλιστρήσει, και ότι η παρέμβασή μας σε σχέση με αυτό που ζητάμε από τον αναλυόμενο να παράσχει, δηλαδή, όπως λέμε, όλα όσα περνούν από το κεφάλι του, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι είναι μόνο μπλα, μπλα, μπλα, γιατί ακριβώς πίσω από αυτό υπάρχει το ασυνείδητο. Και είναι εξαιτίας αυτού του γεγονότος, που είναι το ασυνείδητο, ότι ήδη σε αυτό που λέει υπάρχουν πράγματα που κάνουν έναν κόμβο, ότι υπάρχει ήδη ένα λέγειν, αν προσδιορίσουμε το λέγειν ως αυτό που κάνει έναν κόμβο.
Αλλά πρέπει να ληφθούν υπόψη δύο πράγματα: « Κάθε ομιλία δεν είναι ένα λέγειν , αλλιώς κάθε ομιλία θα καθιστούσε γεγονός, πράγμα που δεν ισχύει, αλλιώς δεν θα μιλούσαμε για κενά λόγια !» (6) Και, «Πρέπει να κάνεις ένα βήμα πίσω για να είναι ενδιαφέρον: αυτό που ανακάλυψε ο Φρόιντ είναι ότι στην παραμικρή πράξη ομιλίας, εμπλέκεται μια απόλαυση ». (7)
Πολυάριθμες έννοιες και αντιλήψεις μας κάνουν να επανεξετάσουμε αυτή την περίσταση: το σώμα, το ομιλόν, το αντικείμενο α, η θέση του «προλεκτικού» στη θεραπεία, αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως «παρουσία του αναλυτή» και ως «λιβιδινική επένδυση» κ.λπ., δηλαδή να δούμε τι δεν λειτουργεί καλά στη θεωρία. Δηλώσεις όπως οι ακόλουθες θα πρέπει να μας κάνουν να σκεφτούμε αν ακολουθούμε ή όχι τον Λακάν στην τελευταία του διδασκαλία:
«Αλλά ακριβώς θα ήταν ζήτημα να γνωρίζουμε τι σχέση έχει η παρουσία του ψυχαναλυτή με την παρουσία της αλήθειας. Θα είναι εύκολο να δείξουμε ότι η παρουσία του είναι αυστηρά ανάλογη με το έλλειμμα της θεωρίας του, πράγμα που θα επαναφέρει τα πράγματα στη θέση τους όσον αφορά τη χρησιμότητα της θεωρίας: είναι όταν η θεωρία αποτυγχάνει που δεν απόμένει παρά ένα μόνο πράγμα να πούμε: παρών! Τώρα δεν καταλαβαίνεις τίποτα, αλλά εγώ, είμαι εδώ, σταθερά στο πόστο. Αυτό ακριβώς κάνω: στο βαθμό που κάτι δεν πάει καλά με τη θεωρία, είμαι υποχρεωμένος να είμαι παρών. » (8)
Νομίζω ότι τα επιχειρήματα υπέρ της αναγκαίας παρουσίας υπονομεύονται από αυτό το σχόλιο του Λακάν. Το ενδεχόμενο να σκεφτούμε ότι η ταυτόχρονη ύπαρξη των σωμάτων θα ήταν απαραίτητη για κάποια “λιβιδινική επένδυση του αντικειμένου» γίνεται επίσης αβάσιμο, αν λάβουμε υπόψη μας τη δήλωση του Λακάν: «Η εν λόγω οικονομία είναι μια οικονομία φράσεων » (9)… «Αφού ο Φρόυντ, προχωρώντας μέσα από ένα πλέγμα αμφισημιών, μεταφορών και μετωνυμιών, ανακαλεί μια ουσία, έναν μύθο ρευστών που ονομάζει λίμπιντο».
Θα ήθελα να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι τη στιγμή που δύο ομιλόντα συναντιούνται χωρίς την ταυτόχρονη παρουσία των δύο οργανισμών στον ίδιο ατμοσφαιρικό χώρο (διάστημα), η βεβαιότητά μου είναι ότι αυτό που λαμβάνει χώρα είναι «ψυχαναλυτική εργασία» σε όλο της το μεγαλείο. Θα ήταν απαραίτητο να προχωρήσουμε περαιτέρω στη θεωρητική της διατύπωση, κάτι που θα επέτρεπε να προσδιορίσουμε άλλες θεμελιώδεις έννοιες και αντιλήψεις της ψυχανάλυσης και τον τρόπο με τον οποίο τις αντιλαμβανόμαστε και τις θέτουμε σε Πράξη, ώστε να μην μείνουμε στο σημείο να λέμε: Παρών! Αντιθέτως, το να σκεφτόμαστε (με την έννοια του πονήματος) την ψυχανάλυση είναι το μόνο πράγμα που εξασφαλίζει την επιβίωσή της.
Απόδοση από τα γαλλικά: Γεωργία Χριστέλη
Επιμέλεια κειμένου: Νίκος Ζορμπάς
…
1 Lacan J., Séminaire 21 Les non-dupes errent, 11 déc 73, Inédit
2 Lacan J., Entre6en de J. Lacan avec Emilia Granzo>o, pour le journal Panorama (en italien), 21 nov 74 3 Lacan J., Séminaire 25 Le moment de conclure, 10 jan 78, Inédit
4 Lacan J., Séminaire 25 Le moment de conclure, 15 nov 77, Inédit
5 J. Lacan, RSI, séminaire inédit, 11 fév 75
6 Lacan J., Séminaire 21 Les non-dupes errent, 18 déc 73, Inédit
7 Lacan J., «La psychanalyse dans sa référence au sexuel», conférence donnée au Musée de la science et de la technique à Milan, le 3 fev 73. Parue dans l’ouvrage bilingue : Lacan in Italia 1953-1978. En Italie Lacan, Milan, La Salamandra, 1978, p. 58-77.
8 Lacan J., «Psychanalyse et psychothérapie», intervenMon au Congrès de Strasbourg de l’Ecole Freudienne de Paris le 12 oct 68, Le>res de l’Ecole Freudienne 1969, n°6 p 42-46
9 Lacan J., Conférence à Londres, le 2 fev 75, Revista ArgenMna de Psicología, pp. 137-141